Ένα
διήγημά του Κώστα Ε. Στάθη μικρής φόρμας, εμπνευσμένο από το ποίημα του Παύλου Νιρβάνα
"Ήταν κάποτε ένας Γιάννης…"
Σώπαιναν για χρόνια οι θύμησες, μέχρι τα σαράντα οχτώ που στοίχειωσε τον ύπνο μου
ο ήχος της καμπάνας κι η όψη του πεθαμένου με τη θηλιά στο δέντρο έξω από το χωριό
μας εκεί στα Τρίκαλα, ζωγραφιά του χρόνου που έφευγε. Σηκώθηκα εκείνη την παγωμένη
νύχτα με την καρδιά στο ρυθμό μιας μάχης με αναμνήσεις άσβηστες.
Ήταν το καλοκαίρι, στα είκοσί μας. Θυμήθηκα τον πανύψηλο Γιάννη τον παλιόφιλο, ωραίο
με το μπουκλωτό μουστάκι και το δασύτριχο στήθος του στο ανοιγμένο πουκάμισο, «μαγκιά»
των νέων τότε. Κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου στον καφενέ ρητόρευε : «ένα τίπουτα
η ζωή, φάτι, πιείτι κι γλιντάτι» με το καραφάκι κρασί ξέχειλο, τον αναπτήρα πετρελαίου
με τσακμάκι να ανάβει το κακοστριμμένο τσιγάρο και το κομπολόι από μοσχοκάρυδο να
μπεγλερίζει στο δεξί χέρι. «Ξεσυλλόϊαστο⁕» τον φώναζαν, αλλά δε νοιαζόταν. Άκουσε
κάποτε από έναν πρωτευουσιάνο πως στα κορίτσια δίνουν λουλούδια, μα δεν του’ κοβε
του Γιάννη και χάριζε στη Λενιώ όποιο αγριόχορτο και ξερόκλαδο έβρισκε.
Την πρωτοκοίταξε αθώα, μέχρι τη μέρα που δρόσιζε το κορμί της στο ποτάμι, με λυτά
τα κατάμαυρα μαλλιά της και λίγο ανοιχτό το μπούστο ίσα που μπόραγε να δει τη χαραμάδα
στα σφιχτά της στήθια, έτοιμα να σκίσουν το φόρεμα. Καψώθηκαν κι οι δύο - κορμί
σημαδεύει ο έρωτας όχι λογική - γδύθηκαν άγαρμπα, πρώτη φορά ολόγυμνοι μπροστά σε
άλλον κι έλιωσαν τα κορμιά τους μπαίνοντας τώρα σε ένα δρόμο μαγικό κι αγκαθωτό.
Σιγά μην τους άφηναν να ανασάνουν οι χωριανοί.
«Βρε του χαζουΓιάνν’!», «Ακούς ικεί, να θέλ’ την κόρ’ τ’ παπά, κουρίτσ’ απού σπίτ’
μι αρχές κι φραγκάτ’!
Κι ο παπάς κλείδωνε την κόρη στην ατσαλένια θρησκευτική αυστηρότητα, λησμονώντας
την αγάπη που κήρυττε στην εκκλησιά. Ξέσπασε την οργή του πάνω στο σώμα και την
ψυχή της, την πλημμυρισμένη από συναισθήματα πρωτόφαντα αγνού μα διαολεμένου πάθους
σαν τα παραμύθια των γιαγιάδων. Πάθος που υμνεί και καταδικάζει μαζί ο κόσμος των
αντιφάσεων, των «πρέπει» και των «μη» του γείτονα.
Ζωγράφιζε όνειρα με σκιές της νύχτας ο καημένος ο Γιάννης, να χαρεί τη στιγμή. Του
έφτανε μόνο η αγκαλιά της Λενιώς, ασπίδα στην κακοτοπιά. «Κανείς δε μας χωρίζει,
Λενιώ, κόντρα εμείς σε όλα.»
Αλλά ο παπάς την πιπίλιζε ασταμάτητα: «Τί θα πουν οι άλλ’...», «Τουν αχαΐρευτου
θα πάρ’ς μαρή γι’ άντρα;». Ολοσκότεινη νύχτα πάνω τους η κακογλωσσιά με μόνο φάρο
τον έρωτα πέρα στη χώρα της φαντασίας, στον κόσμο το δικό τους.
Το πήρε απόφαση πια το βράδυ πριν το πανηγύρι της Παναγιάς δεκαπενταύγουστο να πάει
να τη ζητήσει. Του την αρνήθηκε ο παπάς κι έφυγε αλλοπαρμένος για το δάσος, πάνω
στο γλέντι με τα όργανα στην πλατεία. Άκακος ο Γιάννης, γκρεμίστηκε ο εγωισμός του,
που να’ βρει λύτρωση. Στο μονότονο αλαλαγμό της καμπάνας που βουίζει ακόμα σα σειρήνα
στο κεφάλι μου, ξανάρχισαν στο χωριό τα χαχανητά. «Θα ζούσι ακόμα ου παλαβός, μα
άκ’σι την τρέλα τ’».
Ούρλιαζε σιωπηρά η Λενιώ, βαλάντωνε στο κλάμα χαμένη στις σκιές του μυαλού της.
Γέμισε μίσος η καρδιά της η δοσμένη στο Γιάννη, πιο πολύ τώρα στο χώρισμα της ζωής.
Δε μίλησε ξανά σε άνθρωπο. Έμεινε να θυμάται για πάντα στο κορμί τον πυρετό που
της έφερνε ο έρωτας εκείνου του «τρελού χωριάτη».
Ο Γιάννης δεν πέθανε για εκείνη, τριγύρναγε στα μέσα της. Άκουγε στα φεγγάρια που
περνούσαν τον ψίθυρό του να γελά, ώσπου έσβησε κι αυτή στο μοναστήρι, μαραμένη
απ’ την κακιά αρρώστια, μια νύχτα παραμονές δεκαπενταύγουστου στη δική τους μαύρη
επέτειο. Κι έγιναν ένα πάλι οι απόκοσμες σκιές τους με την αγάπη την παραμυθένια.
⁕Ξεσυλλόϊαστος: ιδιωματικός τύπος της Θεσσαλίας, σημαίνει ανόητος, δίχως λογική