Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ξ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
ξαπλαρεά η θηλ ουσ. η ξάπλα· χρησιμοποιείται ως επίρρ.: πήγα
κι τουν βρήκα ξαπλαρεά καταή στουν ήσκιου να ραχατεύει
ξαργιτού και ξαργού επίρρ. επίτηδες, επί τούτο: ήρθα ξαργιτού να
σι ιδού τι καντς
ξεαδγειάζου ρ. αμετ. αόρ. ξεάδγειασα·
αδειάζω πάλι, ευκαιρώ: τώρα έχου δλειες, άμα ξεαδγειάσου, έλα
ξεακρίζου ρ. αόρ. ξεάκρισα 1) κόβω τις περιττές άκρες
ενός πράγματος, τις καθαρίζω από περιττά πράγματα: ξεάκρισέ την λίγου την πίτα
(κόψε τα πολύ ψημένα σημεία του κόθορου) – πήγι στου χουράφι να ξεακρίσει
λίγου τς’ άκρις απ’ τα χουρτάργια 2) παραμερίζω κάποιον, τον ξεμοναχιάζω: δε θα
σι ξεακρίσου πθινά, θα δεις τι θα παθς
ξεαναγκρίζου ρ. και ξεαγκρίζου αόρ. ξεανάγκρισα· ξαναμελετώ,
ξανασκαλίζω κάτι: στη φράση μην τουν ξεαναγκρίειζ πάλι κι συ, άσ’τουν ήσυχουν (μην
τουν προκαλείς να ξανασκαλίσει το θέμα)
ξεαπουφασίζουμι
ρ. αόρ. ξεαπουφασίσκα ξεαπουφασισμένους·
αισθάνομαι αδυναμία, πολλή κούραση: θέρσα θέρσα στου χουράφι κι του βράδυ ξεαπουφασίσκα
ντιπ
ξέκαμα του ουδ. ουσ. 1) εξόντωση, σκότωμα: σι θέλου,
δε σ’ έχου για ξέκαμα 2) ξεπάστρεμμα: αυτά
τα ζιζάνια θέλουν ξέκαμα απ’ τουν κήπου
ξέστριμμα του ουδ. ουσ.
λέγεται συνήθως για τον αφαλό· το λύσιμο, η χαλάρωση, η αίσθηση της
λιγούρας που προέρχεται από κοιλιακή ή στομαχική ενόχληση
ξιβράκουτους επίθ. η
ξιβράκουτους η ξιβράκουτην του ξιβράκουτου· ο ξεβράκωτος· μεταφ. για πολύ
φτωχό, για πάμφτωχο: την πήρι ντιπ, ξιβράκουτην (την παντρεύτηκε χωρίς προίκα) –
κρένουν ούλοι , κρένει κι αυτός η ξιβράκουτους
το ίδιο και στη φράση ε, ρε λαέ ξιβράκουτι!
ξιγκλίζου ρ. μεταβ. αόρ. ξέγγλισα· ξιγκλίζουμι ξιγκλίσκα
ξιγκλισμένους 1) αποσπώ με βία και δύναμη το κλαδί ή το κωλορίζι από ένα
δέντρο: ξέγκλα μι λίγου ένα κουλουρίζι κυδουνιά να φυτέψου κι γω – γκουτζιάμ κλουνάργια
κι ξιγκλίσκαν απ’ τουν αέρα 2) ξεμπλέκω τα μαλλία μου: τόσουν κιρό άλουστην,
πώς να τα ξιγκλίσει τα μαλλιά τς!
ξιγκουρλιάζουμι
ρ. αόρ. ξιγκουρλιάσκα· φωνάζω συνεχώς και πολύ δυνατά: η μάνα ξιγκουρλιάσκι
φουνάζουντα σήμιρα· τι να κάνει μι τόσα πιδγιά που έχει
ξιζαλάω ρ. αμετ. και ξιζαλίζου αόρ. ξιζάλτσα· ξεζαλίζω· δημιουργώ βαριά και
άσχημη μυρουδιά: ξιζάλτσις του σπίτι ούλου
μι του σκόρδου που έφαγις – έριξι νια πουρδή, ξιζάλτσι η τόπους ούλους