Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΞΙ




Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ξ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:




ξαπλαρεά  η θηλ  ουσ. η ξάπλα· χρησιμοποιείται ως επίρρ.: πήγα κι τουν βρήκα ξαπλαρεά καταή στουν ήσκιου να ραχατεύει
ξαργιτού  και ξαργού  επίρρ. επίτηδες, επί τούτο: ήρθα ξαργιτού να σι ιδού  τι καντς 
ξεαδγειάζου ρ. αμετ. αόρ. ξεάδγειασα· αδειάζω πάλι, ευκαιρώ: τώρα έχου δλειες, άμα ξεαδγειάσου, έλα
ξεακρίζου  ρ. αόρ. ξεάκρισα 1) κόβω τις περιττές άκρες ενός πράγματος, τις καθαρίζω από περιττά πράγματα: ξεάκρισέ την λίγου την πίτα (κόψε τα πολύ ψημένα σημεία του κόθορου) – πήγι στου χουράφι  να ξεακρίσει  λίγου τς’ άκρις απ’ τα χουρτάργια  2) παραμερίζω κάποιον, τον ξεμοναχιάζω: δε θα σι ξεακρίσου πθινά, θα δεις τι θα παθς
ξεαναγκρίζου  ρ. και ξεαγκρίζου αόρ. ξεανάγκρισα· ξαναμελετώ, ξανασκαλίζω κάτι: στη φράση μην τουν ξεαναγκρίειζ πάλι κι συ, άσ’τουν ήσυχουν (μην τουν προκαλείς να ξανασκαλίσει το θέμα)
ξεαπουφασίζουμι  ρ.  αόρ. ξεαπουφασίσκα ξεαπουφασισμένους· αισθάνομαι αδυναμία, πολλή κούραση: θέρσα θέρσα στου χουράφι κι του βράδυ ξεαπουφασίσκα ντιπ
ξέκαμα  του ουδ. ουσ. 1) εξόντωση, σκότωμα: σι θέλου, δε σ’ έχου για ξέκαμα  2) ξεπάστρεμμα: αυτά τα ζιζάνια θέλουν ξέκαμα απ’ τουν κήπου
ξέστριμμα  του ουδ. ουσ.  λέγεται συνήθως για τον αφαλό· το λύσιμο, η χαλάρωση, η αίσθηση της λιγούρας που προέρχεται από κοιλιακή ή στομαχική ενόχληση
ξιβράκουτους   επίθ. η ξιβράκουτους η ξιβράκουτην του ξιβράκουτου· ο ξεβράκωτος· μεταφ. για πολύ φτωχό, για πάμφτωχο: την πήρι ντιπ, ξιβράκουτην (την παντρεύτηκε χωρίς προίκα) – κρένουν ούλοι , κρένει κι αυτός η ξιβράκουτους  το ίδιο και στη φράση ε, ρε λαέ ξιβράκουτι!
ξιγκλίζου  ρ. μεταβ. αόρ. ξέγγλισα· ξιγκλίζουμι ξιγκλίσκα ξιγκλισμένους 1) αποσπώ με βία και δύναμη το κλαδί ή το κωλορίζι από ένα δέντρο: ξέγκλα μι λίγου ένα κουλουρίζι  κυδουνιά να φυτέψου κι γωγκουτζιάμ κλουνάργια κι ξιγκλίσκαν απ’ τουν αέρα 2) ξεμπλέκω τα μαλλία μου: τόσουν κιρό άλουστην, πώς να τα ξιγκλίσει  τα μαλλιά τς!
ξιγκουρλιάζουμι  ρ. αόρ. ξιγκουρλιάσκα· φωνάζω συνεχώς και πολύ δυνατά: η μάνα ξιγκουρλιάσκι φουνάζουντα σήμιρα· τι να κάνει μι τόσα πιδγιά που έχει
ξιζαλάω  ρ. αμετ. και ξιζαλίζου  αόρ. ξιζάλτσα· ξεζαλίζω· δημιουργώ βαριά και άσχημη μυρουδιά: ξιζάλτσις του σπίτι  ούλου μι του σκόρδου που έφαγις – έριξι νια πουρδή, ξιζάλτσι  η τόπους ούλους
ξιζαντζεύου  ρ. αόρ. ξιζάντζιψα· γίνομαι ζωηρός, ανυπάκουος και απείθαρχος: ξιζάντζιψαν τα κούτσικα τώρα που μιγάλουσαν κι δεν ακούν καέναν
ξιήσκιουτους  – η – ου  επίθ. αυτός που δεν έχει ήσκιο, που δεν έχει εξωτερικά χαρίσμσατα, αλλά ούτε και καλούς τρόπους, ο ασυμπάθιστος
ξικάνου  ρ. μεταβ. αόρ. ξέκανα· σκοτώνω, ξεπαστρεύω· μεταφ. στη φράση τουν ξέκαναν στη δλεια (τον κούρασαν πολύ) – την ξέκανι ούλει  την πιριουσία τ’ (τα πούλησε όλα)
ξίκι  του ουδ. ουσ.  στη φράση  ξίκι (κακό) να γεντς – ξίκι να σι μάσει τώραεά (άι χάσου! άι στου κακό να πας!)
ξικουπή  η θηλ. ουσ. λειτουργεί ως επίρρ. 1) λέγεται για εργασία της οποίας η αμοιβή γίνεται κατ’ αποκοπή και πληρώνεται εφάπαξ: τουν πήρι στη δλεια τ’ ξικουπή  2) μεταφ. στη φράση του πήρι ξικουπή η κιρός όξου (βρέχει ή χιονίζει συνεχώς)
ξικουργιάζου  ρ. αόρ. ξικόργιασα· ξεκοριάζω, βγάζω την κόρα από το ψωμί: να μην του ξικουργιάζτι του ψουμί, να του κόβτι μι τη σειρά  

ξικουτσιάζου  ρ. αόρ. ξικότσιασα·  ξικουτσιάζουμι ξικουτσιάσκα· ξεκοτσιάζω· κουράζω - ομαι πάρα πολύ: μι ξικότσιασαν σήμιρα τα πρόβατα ψάχνουντα(ς) βουσκή· ξικουτσιάσκα ούλη  τη μέρα
ξιμπλέτσουτους  επίθ. η ξιμπλέτσουτους η ξιμπλέτσουτην του ξιπλέτσουτου  1) ο γυμνός, αυτός που δε φοράει ρούχα, ιδίως απ’ τη μέση και πάνω: τι τ’ αφήντς ξιμπλέτσουτου του κούτσικου, θα σι κρυώσει  2) μεταφ. για φτωχό: αυτός  χαρτοπαίζει  και μπiκρουλιάζει κι τα πιδγιά τ’ τά’χει  ξιμπλέτσουτα – την πήρι ντιπ ξιμπλέτσουτην (την παντρεύτηκε φτωχή)
ξινουστραμάρα  και στον πληθ. ξινουστραμάρις· λόγια και συμπεριφορές που προκαλούν ενόχληση και αηδία: ούλου ξινουστραμάρις είνι, ούλου χασκουγιλάει κι χαζουκουβιντγιάζει
ξιπιτούτου  επίρρ. ξεπιτούτου, εξεπίτηδες
ξιπουλταρία  η ουσ. θηλ. πιτσιρικάδα, ομάδα από πιτσιρίκια που κυκλοφορούν ή παίζουν ξυπόλυτα: πού πααίνει  αυτήν η ξυπουλταρία; – του καλουκαίρι ικείνα τα χρόνια ντιπ παπούτσι στου πουδάρι, ούλου ξυπουλταρία πιρπατούσαμι
ξιρακνός  επίθ. η ξιρακνός η ξιρακνεά του ξιρακνό· ο ξερακιανός, ο πολύ αδύνατος άνθρωπος
ξισταύρουμα  του ουσ. ουδ.  το ξεσταύρωμα 1) η εκταφή, το ξεπαράχωμα του νεκρού, για τη συγκομιδή των λειψάνων του 2) σε φράση για έκφραση βλασφημίας, οργής, αγανάκτησης: γαμώ το ξισταύρουμά σ’, γαμώ
ξισταφνίζουμι  ρ. αόρ. ξισταφνίσκα· ξεσταφνιάζομαι· χάνω τη στάφνη (τη στάθμη), το ζύγι, το αλφάδιασμα: ξισταφνίσκι  η θημουνιά κι έπισαν ούλα τα διμάτχια – ξισταφνίσκι στα γέλια (γέλασε ξεκαρδιστικά και πάρα πολύ)
ξιστρίβουμι  ρ. αόρ. ξιστρίφκα  ξιστριμμένους· ξεστρίβομαι·  1) λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αισθάνεται λιγούρα, χαλάρωση ή πόνο στην κοιλιά ή στον αφαλό του: έχου νια πείνα τώραεά, ξιστρίφκα ντιπ – ξιστρίφκι ντιπ η ναφαλός μ’ απ’ του ’μιτό (εμετό) που έκανα· μεταφ. στη φράση ξιστρίφκα στα γέλια (γέλασα μέχρι λιγούρας, μέχρι ζάλης)  2) ξιστρίβουμι στα γέλια (γελώ πολύ, ξεκαρδιστικά, και για πολλή ώρα)
ξισυλλόεαστους επίθ. η ξυσυλλόεαστους η ξισυλλόεαστην του ξισυλλόεαστου· ο ξεσυλλόγιαστος· αυτός που δεν τον απασχολούν σκέψεις, δεν έχει συλλοή (βλ. λ.): έχει  κουρίτσια για παντρειά, να φκιάσει  τα προικιά τα, κι αυτήν κάθιτι ξυσυλλόεαστην ούλη τη μέρα
ξιτσανίζου  ρ. αμετ. (σπάν. μεταβ.) αόρ. ξιτσάντσα· ξιτσανίζουμι ξιτσανίσκα ξιτσαντσμένους· κάνω καμώματα, νάζια, βγάζω χούγια, δεν υπακούω, δε συμμορφώνομαι: ούλου χάδγια χάδγια, ξιτσάντσι ντιπ του κούτσικου – έτσι  πώς τά ’μαθι, τά ’χει  ξιτσαντσμένα ούλα τα πιδγιά τς, τι σπίτι  να κρατήσουν αυτά τώρα;
ξίψουμα  του ουσ. ουδ.  ως επίρρ. εργασία με χρηματική αμοιβή αλλά χωρίς ψωμί, χωρίς φαγητό: τς μαστόροι  που έχου σπίτι , τς έχου ξίψουμα
ξουμπλιάζου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. ξόμπλιασα·  1) στολίζω, κοσμώ, κεντώ με ξόμπλιου  2) φτιάχνω μόνος μου λόγια για να κακολογήσω κάποιον: πώς τα ξουμπλιάζει ούλα αυτά κι τα λέει έτσι;  – ψέματα είνι, μαναχιά τς τα ξόμπλιασι, ούλα ξουμπλιασμένα είνι
ξτρι  του ουδ. ουσ.  το ξυστρί· μεταλλικό εργαλείο πλακέ με δόντια για το ξύσιμο και τον καθαρισμό του τριχώματος των υποζυγίων
ξυλουκιέρατου  του ουδ. ουσ.  το  ξυλοκέρατο· ο καρπός της ξυλοκερατιάς, το χαρούπι· έχει σχήμα περίπου σαν κέρατο αιγοπρόβατου και γεύση γλυκιά· παλιότερα το έδιναν οι νοικοκυρές ως κέρασμα στα παιδάκια για τα πασχαλινά κάλαντα
ξυλουκιρατεά  η θηλ. ουσ.  η ξυλοκερατιά, η χαρουπιά
ξυλουκύδουνου  του ουδ. ουσ.  σκληρό κυδώνι, όχι αφράτο, αλλά κατάλληλο για κυδωνάτο (γλυκό του κουταλιού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας