Κλιμακωτά
ανεβαίνουν τ’ άνθη της κυδωνιάς από τα χαμηλά κλαδιά μέχρι και τις τρυφερές
απολήξεις της απλωτής κορυφής. Δεν αργούν να μεστώσουν και να εκκολάψουν τον
μελλοντικό καρπό και τότε ο άνεμος τα μαδάει και τ’ αναρπάζει πανεύκολα. Το
δέντρο λικνίζεται και η βροχή των ανθοπετάλων πλημμυρίζει την πράσινη χλόη.
Αυτή η ροζ οπτασία του δέντρου μου θυμίζει το ποίημα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
«Οι κυδωνιές οι αλλόκοτες» από τη συλλογή «Ο κύκλος των ζωδίων» (1952), που
έγραφε όταν εγώ γεννιόμουν: «Χιόνι τριανταφυλλένιο χιονίζουν οι κυδωνιές οι
αλλόκοτες […] ώρα να σταθούμε σε τούτο το ξάγναντο, να ξαναβρούμε την ποίηση».
Υπακούω στο ποίημα και στέκομαι εκστασιασμένος. Ικετεύω το δέντρο και με δικά
μου λόγια του ψιθυρίζω: Αχ λαμπρή μου κυδωνιά / άνοιξε την κλειδωνιά / του
σύμπαντος.
Του
Ηλία Κεφάλα