Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Βαλτσινιώτικες ιστορίες «Ο καυγάς»

 

Τα καλοκαίρια, με τις βαριές ζέστες, είναι που βρίσκω ανάπαυση κάτω από τον ίσκιο του πλατάνου και φέρνω στο νου παλιές ιστορίες. Σαν παραμύθια μοιάζουν τώρα, μα τότε ήταν αληθινά περιστατικά, που αναστάτωναν το χωριό. Μία απ’ αυτές θα σου διηγηθώ. Άμα θες γράψε την.

Ήταν κάποτε, χρόνια πριν, που μάλωσαν ο Κώτσιος με τον Νάσιο στο Βαλτινό. Και τι καβγάς ήταν εκείνος! Σείστηκε ολόκληρο το χωριό. Για ψύλλου πήδημα σήκωσαν τον κόσμο στον αέρα. Καμιά σοβαρή αφορμή δεν υπήρχε· κάτι ζώα που μπήκαν σε ξένο χωράφι, κάτι κουβέντες στον αέρα… Μα η φωτιά θέλει μονάχα μια σπίθα.

Ο Κώτσιος φώναζε από μέρες:
– Δε θα τον μπλάξω πουθενά τον Νάσιο; Θα δει αυτός!

Κι ήρθε η ώρα. Βρέθηκαν οι δυο τους στην πλατεία, καταμεσήμερο, με τον ήλιο να βαράει και τον κόσμο να παρακολουθεί. Στην αρχή ήταν λόγια, λόγια βαριά και κοφτά:

– Εσύ δεν βλέπεις; Άφησες τα ζωντανά να μπουν στο τριφύλλι και ρήμαξαν τη σοδειά! έλεγε ο Κώτσιος.
– Μπα, υπερβολές! απαντούσε αδιάφορα ο Νάσιος.
– Εγώ υπερβολές; Τυφλός είσαι ή κάνεις πως δε βλέπεις;
– Εσύ δεν στέκεις καλά, του αντιγύριζε ο άλλος. Σα να σου λείπει λάδι από το μυαλό…

Κι όσο προχωρούσαν οι κουβέντες, τόσο άναβε το αίμα. Κατάρες, βρισιές, λόγια βαριά που δεν παίρνονται πίσω.

– Να χαθείς απ’ τα μάτια μου, καταραμένε!
– Μη με προκαλείς, γιατί…
– Γιατί, μωρέ; Ένα γομάρι κι μισό είσαι!

Ο κόσμος γύρω άρχισε να συνωστίζεται. Κάποιοι προσπαθούσαν να τους χωρίσουν, μα μάταια. Ένα σπρώξιμο, μια βρισιά παραπάνω, κι αρπάχτηκαν στα χέρια. Κυλιούνταν στο χώμα σαν τα σκυλιά, μπουνιές και κλωτσιές, ο ένας να τραβάει τα μαλλιά του άλλου, να τον σωριάζει κάτω· κι ύστερα ο δεύτερος να σηκώνεται και να ανταποδίδει με δύναμη.

– Αρρώστια κακή να σε βρει! φώναζε ο ένας.
– Να σε σακατέψει η κατάρα! απαντούσε ο άλλος.

Η πλατεία βούιζε. Γυναίκες τσίριζαν, παιδιά γελούσαν, οι γέροι κούναγαν το κεφάλι τους. «Μεγάλοι άνθρωποι και καταντούν να παλεύουν σαν μωρά!» έλεγαν.

Τελικά, με τα πολλά, μπήκε ο κόσμος στη μέση και τους χώρισε. Μα δεν ήταν εύκολο· φωνές, τραβήγματα, ιδρώτας, αναβρασμός. Κι όταν πια τους συγκράτησαν, ο ένας έφτυνε κατά γης, ο άλλος μουρμούριζε μέσα απ’ τα δόντια του.

Έτσι πέρασε εκείνη η μέρα στο Βαλτινό. Και χρόνια μετά, σαν κάθεσαι στον ίσκιο του πλατάνου, το θυμάσαι και λες: «Τι κούφια πράματα! Μεγάλοι άντρες και να μαλώνουν για το τίποτα». Μα έτσι είναι τα χωριά· η φασαρία για ψύλλου πήδημα γίνεται ιστορία που μένει.


επικοινωνιστε μαζι μας