Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η Κυριακή των γερόντων, στο χαγιάτι του Αγίου Αθανασίου Βαλτινού

 

Στο χαγιάτι του ναού, ένα πρωινό Κυριακής του 1960, δύο γέροντες, δυο βιβλικές μορφές του χωριού, ο παππούς ο Σκρέκας με τον παππού Τάσιο Κουφοχρήστο κάθονται πλάι πλάι μετά τη λειτουργία. Τα σώματά τους είναι κουρασμένα, μα η ψυχή τους ανυπότακτη, σαν δυο κορμοί δέντρων που λύγισαν από τους ανέμους των ετών, αλλά δεν έσπασαν. Τα μπαστούνια τους εκτός από στήριγμα, είναι και προέκταση της ζωής που κουβαλούν, μνήμη της διαδρομής τους.

Κουβεντιάζουν. Όχι για πράγματα μεγάλα, ούτε για θεωρίες. Μα για όσα μονάχα εκείνοι πια γνωρίζουν πως έχουν σημασία: για τον καιρό, για τις σοδειές, για ανθρώπους που έφυγαν και για άλλους που μεγάλωσαν χωρίς να το καταλάβουν.

Και ξάφνου, ένας νεαρός φωτογράφος, ο Κώστας Αγγελόπουλος σηκώνει μια μηχανή. Εκείνοι δεν ξέρουν τι είναι αυτό το μαύρο μάτι που τους σημαδεύει. Η φωτογράφιση, τότε, μοιάζει με εισβολή στην αόρατη τελετουργία της κουβέντας. Η αντίδρασή τους ακαριαία: σηκώνονται, απειλούν με τα μπαστούνια, όχι από θυμό, αλλά από δίκαιη υπεράσπιση της τελευταίας τους ελευθερίας, να υπάρχουν αθέατοι.

Μα μια εβδομάδα αργότερα, όταν η φωτογραφία εμφανίζεται, όταν βλέπουν τις μορφές τους παγιδευμένες στο χαρτί, κάτι αλλάζει. Βλέπουν τον χρόνο να γίνεται εικόνα, την κουβέντα να γίνεται μνήμη. Και τότε συγχωρούν. Γιατί ξάφνου καταλαβαίνουν πως αυτό που νόμιζαν εισβολή ήταν τελικά δώρο.

Η φωτογραφία δεν είναι πια μια στιγμή που χάθηκε, είναι μια στιγμή που σώθηκε.

Σ’ εκείνο το πεζούλι, έξω από τον ναό, δεν κάθονταν δύο γέροντες. Καθόταν ολόκληρη η ιστορία του χωριού. Οι χειρονομίες τους, οι ματιές τους, η σιωπή μεταξύ των λέξεων: όλα αποτυπώνονται σαν λειτουργία της ανθρώπινης μνήμης.

Και σήμερα, που ο κόσμος αλλάζει γρήγορα, αυτή η εικόνα υπενθυμίζει κάτι βαθιά απλό: πως η ζωή είναι οι στιγμές που μένουμε ακίνητοι, όταν μοιραζόμαστε τον χρόνο μας με έναν άλλον άνθρωπο. Όταν ο λόγος σκορπά σαν ψίθυρος και γίνεται κοινότητα.

Στο τέλος, κανείς δεν κυνηγάει κανέναν.
Μόνο ο χρόνος κυνηγάει όλους μας.
Και ευτυχώς, κάποτε, κάποιος πάτησε το κουμπί.


Η συνάντηση με τον Στελάρα (Της Ρούλας Σταυρέκα)

 Από την Ρούλα Σταυρέκα λάβαμε το παρακάτω μήνυμα και το δημοσιεύουμε με μεγάλη εκτίμηση.

«Γεια σου, Δημήτρη. Πανέμορφη η ανάρτησή σου για τον Καζαντζίδη - μου ξύπνησε μνήμες που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Ήταν τότε που γύριζα από τον παιδίατρο, κρατώντας στην αγκαλιά την πρωτότοκή μου, μόλις σαράντα ημερών. Ήμουν μαζί με μια φίλη μου. Περπατούσαμε μέσα από ένα στενό, όταν ξαφνικά σταματά μπροστά μας ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Ανοίγει η πόρτα και κατεβαίνει… ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Λέω στη φίλη μου: “Θα του μιλήσω”. Μαζεύω το θάρρος και φωνάζω: “Κύριε Καζαντζίδη!”
Γυρίζει αμέσως και πλησιάζει χαμογελώντας:
- «Στέλιος να με λες… Στέλιο».

Έχασα τη μιλιά μου. Η συγκίνηση δεν με άφηνε να αρθρώσω λέξη. Τον λάτρευα τον Στέλιο. Με ρώτησε πού πηγαίναμε και τι παιδάκι ήταν αυτό που κρατούσα. Πήρε για λίγο την κόρη μου στην αγκαλιά - ακόμη θυμάμαι πόσο τρυφερά την κράτησε - και μετά είπε:
- «Έλα να σας πάω σπίτι. Μπες στο αυτοκίνητο».

Ντράπηκα. «Μένουμε κοντά», του λέω.
- «Βρε, ελάτε να σας πάω εγώ. Κρατάς αγκαλιά το κοριτσάκι… μπείτε μέσα».

Κι όμως, από ντροπή δεν μπήκα. Τότε με ρωτά:
- «Γιατί δεν έχεις καρότσι; Να σου αγοράσω ένα;»

Τον ευχαρίστησα. Του εξήγησα πως είχα καρότσι, απλώς θα μου το έφερναν σε δυο μέρες, και πως σήμερα απλώς είχα ραντεβού στον γιατρό.

Έτσι έγινε η δική μου αντάμωση με τον Θεό Στέλιο. Θεός! Υπέροχος! Άνθρωπος! Ακόμη θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν τώρα.

Εγώ, με τις ντροπές μου, δεν μπήκα στο αυτοκίνητο… Και κάθε φορά που περνάω έξω από το σπίτι του - είναι το στενό που πάω για Νέα Ιωνία - τον φέρνω στον νου μου. Αγαπώ όλα του τα τραγούδια, μα το “Υπάρχω”… το λατρεύω.»


Σαββατόβραδο: μια ανάσα μέσα στον χρόνο

 


Το σαββατόβραδο κουβαλά μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, μια γλυκιά μελαγχολία που μοιάζει με σιωπηλή ανακωχή μετά την ταραχή της εβδομάδας. Δεν είναι γιορτή ούτε εργάσιμη μέρα, είναι μια ενδιάμεση στιγμή, όπου ο άνθρωπος συναντά τον εαυτό του λίγο πιο καθαρά. Αυτή η λεπτή, σχεδόν αόρατη ισορροπία ζωντανεύει στο τραγούδι «Το Σαββατόβραδο» του Τάσου Λιβαδίτη και του Μίκη Θεοδωράκη, ένα τραγούδι που μοιάζει να περπατά στους λιγοφωτισμένους δρόμους της πόλης και να αφουγκράζεται την καρδιά της.

Ο Λιβαδίτης αποτυπώνει την ανθρώπινη μοναξιά όχι ως άδειο χώρο, αλλά ως χώρο σκέψης και μυστικής αξιοπρέπειας. Η μουσική του Θεοδωράκη απλώνει μια γαλήνια, στοχαστική πνοή πάνω στους στίχους, σαν ψαλμός που μας καλεί να σταθούμε για λίγο, να ανασάνουμε, να θυμηθούμε. Το Σάββατο δεν ζητά εντυπωσιασμούς, ζητά ειλικρίνεια.

Μέσα στην ησυχία του, ο άνθρωπος μετρά αυτά που τον πλήγωσαν και αυτά που τον κράτησαν όρθιο. Η πόλη χαμηλώνει τον ρυθμό της, αφήνοντας χώρο για τον εσωτερικό μας ρυθμό, τον πιο αληθινό. Κι έτσι, κάθε σαββατόβραδο γίνεται μια μικρή υπόσχεση: όσος κι αν είναι ο θόρυβος του κόσμου, θα υπάρχει πάντα μια στιγμή φωτίσματος για όσους τολμούν να την ακούσουν.


επικοινωνιστε μαζι μας