Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Διαβάζοντας μια παλιά φωτογραφία



Διαβάζοντας μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία περιπλέχτηκα εκουσίως σε ατέρμονους μονολόγους, σκέψεις και συλλογισμούς.
Ο χώρος: Άλσος της Παναγίας Βαλτινού
Ο χρόνος: Πανηγύρι Δεκαπενταύγουστου 1966.
Τα πρόσωπα: Στο κέντρο ο πατέρας, ένας βιοπαλαιστής αγροφύλακας, που γνώριζε πώς να ξεπερνάει το άχθος του βιοπορισμού με χαμόγελο, κινημένος από εκείνο το élan vital (ζωτική δύναμη) που κονταροχτυπιέται με τις αντιξοότητες και ανεβάζει στο κατακόρυφο την ένταση της ζωής.
Αριστερά ο αδερφός, που πρόκρινε πάντα την απόδοση έναντι της απόλαυσης.
Και δεξιά εγώ, o αθεράπευτα αναζητητής της αλήθειας. Μιας αλήθειας που συγκροτείται απ’ τα «κομμάτια και τα θρύψαλα» του παρελθόντος, για να φτάσει στο σήμερα συμπαγής και πλήρης, ώστε να οδηγηθεί στη συνέχεια με το όνειρο και τη φαντασία στο μέλλον…  
Μου γνέφουν τα πρόσωπα της φωτογραφίας και μου θυμίζουν το παιδί που ο ίδιος κάποτε υπήρξα.
Στην ανθρώπινη ψυχή, μας λέει ο Γκαστόν Μπασελάρ, υπάρχει μόνιμος και άφθαρτος, ακόμη κι αν τον αγνοούμε, ένας πυρήνας παιδικής ηλικίας, ασάλευτης αλλά αεί ζώσας, εκτός ιστορίας, κρυμμένης από τους άλλους. Είναι ό,τι απαρνήθηκε η ενηλικότητα για να στεριώσει, μα εκείνο πάντα επιστρέφει· ακυρωμένο απ’ τη σκληρότητα του χρόνου, κι όμως ανέπαφο.
Με αποσπά από την σημερινή πραγματικότητα η εικόνα και μου ζητάει να προσηλωθώ στην ατομική μου περίπτωση διαρρηγνύοντας τα όρια του ιδιωτικού ώστε να κερδίσω σε καθολικότητα.
Και μέσα από την λεπτομερή αποτύπωση του βιωμένου να καταφέρω να αποκαλύψω ένα βασικό σχήμα που να αναδεικνύει την βαθύτερη ενότητα του εαυτού μου.
Να μετουσιώσω την υπαρξιακή απορία μέσα από το πυκνό ευωδιαστό δίχτυ των αναμνήσεων.
Να θυμηθώ τις πρώτες εικόνες της ζωής μου, το πρώτο παιχνίδι, το πρώτο τσιγάρο, το πρώτο μεροκάματο, την πρώτη κιθάρα, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, την πρώτη επιτυχία, την πρώτη ματαίωση… και να συνειδητοποιήσω οριστικά την ενηλικίωσή μου, μεταβαίνοντας από τον νήπιο παράδεισο του αδιαίρετου στο σχίσμα που επιβάλλει η διεκδίκηση της ατομικότητας.
Και μέσω αυτής της τρυφερής αλλά και συγκινημένης μνημονικής ανάκλησης να γίνει η επανεγγραφή όλων όσων απορροφήθηκαν και μετουσιώθηκαν με όλες τις αισθήσεις από τον περιβάλλοντα κόσμο, αλλά ταυτόχρονα χωρίς να έχεις διά παντός εξοριστεί από την Εδέμ της ανεμελιάς.
Κόντρα στους στίχους:
«Και έτσι πεπεισμένος να ανεβάζεις διαρκώς τον πήχη
ώστε να στεφτείς με δάφνες,
το μόνο που κατάφερες κι αυτό με λίγη τύχη,
είναι να γευτείς μονάχα πικροδάφνες». 


επικοινωνιστε μαζι μας