Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Περί φιλίας

 

Ο φίλος σας είναι η εκπλήρωση των αναγκών σας.

Είναι το χωράφι που εσείς σπέρνετε με αγάπη και θερίζετε με ευγνωμοσύνη.

Και είναι το τραπέζι σας και το παραγώνι σας.

Γιατί πηγαίνετε στο φίλο με την πείνα σας, και τον αναζητάτε για τη γαλήνη σας.

Όταν ο φίλος σας εκφράζει τις σκέψεις του, δε φοβάστε το όχι στη δική σας σκέψη, ούτε αποσιωπάτε το ναι.

Και όταν εκείνος είναι σιωπηλός, η καρδιά σας δεν παύει για ν’ ακούσει την καρδιά του.

Γιατί στη φιλία, όλες οι σκέψεις, όλες οι επιθυμίες, όλες οι προσδοκίες γεννιούνται και μοιράζονται χωρίς λέξεις, με χαρά που είναι άφωνη.

Όταν χωρίζεσαι από το φίλο σου, δε λυπάσαι, γιατί αυτό που αγαπάς πιο πολύ σ’ αυτόν μπορεί να είναι πιο φανερό στην απουσία του, όπως ο ορειβάτης βλέπει πιο καθαρά το βουνό από την πεδιάδα.

Και μη βάζετε κανένα σκοπό στη φιλία εκτός από το βάθαιμα του πνεύματος. Γιατί η αγάπη που γυρεύει κάτι άλλο εκτός από την αποκάλυψη του δικού της μυστηρίου δεν είναι αγάπη παρά ένα δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μόνο το ανώφελο θα πιάσει.

Και δίνετε το καλύτερο εαυτό σας στο φίλο σας. Aφού θα γνωρίσει την άμπωτη του κυμάτου σας, δώστε του να γνωρίσει και την παλίρροιά του.

Είναι ο φίλος σας κάτι που θα έπρεπε να γυρεύετε όταν έχετε ώρες που θέλετε να σκοτώσετε;

Καλύτερα να γυρεύετε το φίλο σας πάντα όταν έχετε ώρες να ζήσετε. Γιατί έργο του φίλου σας είναι να εκπληρώσει τις ανάγκες σας, αλλά όχι να γεμίσει το κενό σας.

Και μέσα στη γλύκα της φιλίας κάνετε να υπάρχει γέλιο, και μοίρασμα χαράς.

Γιατί στις δροσοστάλες των μικρών πραγμάτων η καρδιά βρίσκει την καινούργια αυγή της και ξανανιώνει.


Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν «Ο προφήτης, ο κήπος του προφήτη».

Ο χορός του Θόδωρα (Με τη γλώσσα του τόπου μας)

 

Ε, ρε και να ’σασταν από καμνιά μεριά, ν’ ακούγατε τον Νίκο Καλαμπάκα να παίζει το κλαρίνο στον γάμο, να κελαηδάει… και να ’γλιέπτε τον Θόδωρα Σταμούλη να παίρνει και να σέρνει το χορό…, και τι καλύτερο στη ζωή σας!  Μπροστάρ’ς, ο Θόδωρας, χόρευε το τσάμικο, την Παπαλάμπρινα, τσάκωνε το μαντίλι απ’ τον δεύτερο κι έριχνε λεβέντικα τον χορό τ’. Έφερνε τ’ς γυροβολιές τ’, έκανε τις κατσιές τ’, τα σκέρτσα  και τα τσαλιμάκια τ’ και σήκωνε το ποδάρι μέχρι το κούτελο, το βάραγε μετά κατάχαμα και σείονταν ο Κόζιακας. Τον κερνούσαν οι βλαμάδες, τον έδωναν ένα γεμάτο τσιπουρπότηρο και τον έλεγαν: «Άιντε και στα δικά σ’, Θόδωρα», τον εύχονταν και κατέβαζαν όλοι μαζί «άσπρο πάτο» το τσίπουρο. Θυμάμαι όμως, τ’ς βάρεσε στο κεφάλι το τσίπουρο, ήταν κι η ώρα περασμένη… και, θες γιατί η χαρά είναι για να βαστάει για λίγο, θες γιατί απόσωσαν τα τραγούδια κι οι δυνάμεις…, πάντως το γλέντι έκλεισε με τον χορό του Θόδωρα, που ήταν άλλο πράμα!

Παλικάρι ο Θόδωρας, μεγάλος χορευταράς!


επικοινωνιστε μαζι μας