Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

ΓΙΑΓΙΑ



Η γιαγιά μου ήταν ένας αεικίνητος σκελετός
Αδύνατη με ψιχαλιστό κορμί σαν την βροχή
Κι ανάερη σαν το κουδούνισμα των ελαφρών κοκάλων
 
Πρόβαινε με χαμένες όλες τις αισθήσεις της
Πλην της ευέξαπτης αφής
Και κυβερνούσε αφανώς το σπιτικό της
Αντέχοντας δέκα θανάτους νεαρών βλαστών
Και υπερέχοντας παρ’ όλη την υποταγή της
 
Σε δύναμη του βλοσυρού παππού

Φορτωμένη –διηγιόταν–το πρόχειρο γεύμα
Από σκορδάτο κουρκούτι κι ένα λαγήνι με νερό
Πήγε καταμεσήμερο του Ιουνίου
Να στρώσει τραπέζι στον παππού που θέριζε
Έκαιγε ο ήλιος και πεζοπορούσε
Και το χωράφι μια ώρα δρόμος μακριά
Κι όταν έφτασε κατάκοπη με τα μαύρα σκουτιά της
Και στάθηκε στην άκρη του θερισμένου χωραφιού
Πέρα στην άλλη άκρη ο παππούς σκυμμένος θέριζε

Δεν τον φώναξε
Κι ας την έζωσαν οι πόνοι με τα κρυφά μαχαίρια τους
 
Δεν τον φώναξε
Κι ας διπλώθηκε στα δυο πνίγοντας την κραυγή της

Ξεγέννησε μόνη της το σαπισμένο έμβρυο
Το έθαψε με τα χέρια της στο ματωμένο χώμα
Έσκισε το πουκάμισό της δέθηκε
Κι ύστερα πήρε το δρεπάνι στα κοκαλένια χέρια της

Δεν τον φώναξε
Κουβάλησε το ψωμί θερίζοντας
Μέχρι πέρα στην άλλη άκρη που θέριζε ο παππούς

Του Ηλία Κεφάλα (ανέκδοτο)

επικοινωνιστε μαζι μας