Κυριακή 13 Μαΐου 2018

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ



Ἦταν κόρη τοῦ βάλτου (καὶ εἶναι ἀκόμα)
Ὁμόθυμη τῆς λεύκας – τοῦ χιονιοῦ ἀδελφὴ
(Τὴ σκόνη τοῦ κάμπου ὕφαινε μὲ τὰ γυμνά της πόδια
Καὶ τὴ ζωή της λίχνιζε στοὺς πέντε ἀνέμους)
Μὰ τώρα ἄνυδρο ποτάμι – κοίτη ἀπὸ ἤχους πένθιμους
Μαίανδρος σκοτεινὸς τοῦ χρόνου
Μ’ ἕνα βουνὸ ἀπὸ μνήμη στὸ κεφάλι της
«Ἄχρηστα πράγματα» – νὰ λέει – ἀμετάπειστα
(Γιὰ ὅλα καὶ γιὰ ὅλους)
Καὶ ἔτσι ἀκριβῶς τὸ ἔλεγε πάντα
Γιατὶ τίποτα δὲν ἤξερε τοῦ κόσμου
Κι οὔτε σὲ θέση ἦταν νὰ μάθει
Ἀλλὰ στὸ τέλος – εἶπα – ἔχει δίκιο
Γιατὶ κι ἐγὼ ποὺ νόμιζα ὅτι μαθαίνω
Κι ἄρχισα νὰ συλλέγω τ’ ἄγνωστα τοῦ κόσμου
Πάλι στὸ ἀρχικὸ σημεῖο πῆρα νὰ γυρίζω
Στὸ ἀνυπόληπτο μηδὲν τῆς γνώσης
(Ἤ μήπως γνώση εἶναι τὸ μηδὲν;)
Μάνα σοφὴ τῆς λέω κι ἄς μὴν τὸ ἤξερες ποτὲ
«Ἄχρηστα πράγματα» – αὐτὴ ἐπαναλαμβάνει
Αὐτὴ ποὺ τίποτα ποτὲ δὲν εἶπε
Κι ἄς τὰ εἰρωνεύεται μὲ τ’ ὄνομά της ὅλα

Του Ηλία Κεφάλα (Ἀπό τὴν συλλογή του ΤΑ ΜΝΗΣΤΡΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ, 2003)
[Στὴν φωτογραφία: Ἡ μάνα του 14 χρονῶν]

επικοινωνιστε μαζι μας