Μια
ασπρόμαυρη φωτογραφία. Παγωμένο το φως, λες και η ίδια η μνήμη φοβάται το χρώμα
μήπως και αλλοιώσει τη στιγμή. Πάνω σε μία καρότσα τρακτέρ, καμιά δεκαπενταριά
νέοι του Βαλτινού, οι βλάμηδες του γαμπρού, πορεύονται ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Το
χώμα σηκώνει λίγο σκόνη στο πέρασμα τους, μα αυτή δεν φαίνεται στη φωτογραφία -
φαίνεται μόνο η κίνηση, το γέλιο, ο παλμός μιας ζωής που τότε δεν γνώριζε ακόμα
τη νοσταλγία.
Οι
μουσικοί κρατούν τα όργανα τους με σοβαρότητα, σχεδόν τελετουργικά. Δεν είναι
απλώς οι μουσικοί της χαράς - είναι η φωνή του τόπου, ο ήχος του δεσίματος. Ένας
κρατάει μία κανάτα με κρασί, την υψώνει, χαμογελά πλατιά, σαν να προκαλεί το
φακό και το θεατή να πιει μαζί του για την ευτυχία που έρχεται.
Στο
προσκήνιο, ο οδηγός και οι δύο συνοδοί, ντυμένοι με κουστούμια, στη θέση του
καθήκοντος αλλά με βλέμμα που προδίδει συμμετοχή στο γλέντι. Είναι και αυτοί
μες στη χαρά, μόνο που την ντύνουν λίγο πιο επίσημα. Το τρακτέρ δεν είναι απλώς
όχημα - γίνεται άρμα μιας γιορτής παλιάς, που ταξιδεύει στο χρόνο όπως κι αυτή
η εικόνα.
Και
κάπως έτσι μέσα σε λίγα τετραγωνικά εκατοστά χαρτιού, κρατάμε μια στιγμή που
δεν επαναλαμβάνεται, παρά μόνο στη μνήμη και στη φαντασία. Μια στιγμή που μιλά
για δεσμούς, για έθιμα, για το συλλογικό και το απλό, που γίνεται ιερό. Σαν
κρασί στην κανάτα, που μεθάει ακόμα και το φακό.