Παρασκευή 9 Μαΐου 2025

Το πλίθινο σπίτι του παππού

 

Θυμάμαι ακόμα τη μυρωδιά από το χώμα όταν το βράδυ δρόσιζαν οι τοίχοι. Το σπίτι του παππού ήταν πλίθινο, με χοντρούς τοίχους και χωμάτινο πάτωμα. Το είχε χτίσει ο παππούς μου με τα ίδια του τα χέρια. Έριχνε τον πηλό με το άχυρο στα καλούπια, τα άφηνε στον ήλιο, κι έπειτα τους τοίχους τους έχτιζε σιγά-σιγά. Μετά – αργότερα,  όταν ήρθε το ρεύμα στο χωριό –  το σοφάτισε, το μπογιάτισε και το έβαλε ηλεκτρική εγκατάσταση.

Η γιαγιά κάθε πρωί άναβε την φωτιά με κλαδάκια και άχυρα. Πάνω στο πυρομάχι έβραζε το νερό, μαγείρευε φαΐ, κι εμείς τα παιδιά, καθόμασταν γύρω από τη φωτιά, να ζεστάνουμε τα χέρια. Δεν είχαμε πολλά, μα είχαμε αγάπη και ψωμί που μύριζε αληθινό. Το βράδυ στρώναμε τα στρώματα κάτω, κι άκουγες τον άνεμο να σφυρίζει στις κεραμίδες.

Και όταν έβρεχε όλο το χωριό μοσχοβολούσε χώμα. Το σπίτι «ανέπνεε»- έμπαζε λίγο πίσω, σαν να ’χε ψυχή. Αυτό το σπίτι ήταν ολόκληρη η ζωή μας, ριζωμένη στο χώμα του Βαλτινού.  

Το καλοκαίρι καθόμασταν στη μικρή αυλή κάτω από την σκαμνιά και τη γκορτσιά. Ο ήλιος έκαιγε, αλλά οι τοίχοι κρατούσαν το σπίτι δροσερό, σαν κελάρι. Η γιαγιά έφερνε νερό απ’ τη βρύση με το γκιούμι. Καθόταν στο σκαμνί και έπλεκε η καθάριζε φασόλια. Εμείς τα παιδιά παίζαμε με το χώμα - φτιάχνοντας λόφους και ποτάμια, λες και συνεχίζαμε την τέχνη του πηλού που ’χε χτίσει το σπίτι.

Τα βράδια μαζεύονταν η γειτονιά. Οι άντρες μιλούσαν για τις σοδειές, οι γυναίκες αντάλλασσαν συνταγές και νέα. Κάποιος άρχιζε ένα τραγούδι και ακολουθούσαν κι άλλοι. Το φεγγάρι έριχνε το φως του στους τοίχους, και τότε το πλίθινο σπίτι έμοιαζε ζωντανό - σαν να άκουγε, σαν να θυμόταν μαζί μας.

Με τα χρόνια ο παππούς κι η γιαγιά έφυγαν. Το χωριό άρχισε να αδειάζει. Άλλοι  έφυγαν για τις πόλεις, άλλοι για το εξωτερικό. Το σπίτι έμεινε πίσω, μόνο. Μια σκεπή  μισογκρεμισμένη, τα πλιθιά του σκαμμένα απ’ τη βροχή. 

Βρέθηκε μια οικογένεια μεταναστών από την Αλβανία, το νοίκιασαν, το επιδιόρθωσαν και το ξανάδωσαν ζωή.

Κάθε φορά που περνάω απ’ έξω στέκομαι μπροστά του κι αισθάνομαι σαν παιδί. Αρκεί να ακουμπήσω τον τοίχο, κι είναι σαν να ξαναπιάνω το χέρι του παππού.

Δ.Τ.


ΑΣΦΟΔΕΛΟΙ

 

Πλησιάζω να θαυμάσω τις ανοιξιάτικες κουτσουπιές που φωτίζουν τα καταπράσινα ριζά του βουνού και, να, μπροστά μου ξεπροβάλλει μια πληθώρα ανθισμένων ασφοδέλων. Έτρεξαν να μου κόψουν τη θέα και να προλάβουν την προσήλωσή μου στα μαβιά δέντρα, στρέφοντάς την κατά το μέρος τους. Οι συνειρμοί λειτούργησαν αμέσως. Οι ασφόδελοι με το πιο ψεύτικο λευκό τους ένδυμα, που παραπέμπει στο πιο απόμακρο μαύρο που μπορεί ποτέ να υπάρξει, αμέσως μ’ αιχμαλώτισαν. Παρατήρησα το γεγονός αυτό με μια μικρή έκπληξη και το σημείωσα μέσα μου: Από ένα σημείο, δηλαδή, του βίου μας και μετά οι ασφόδελοι υπάρχουν δίπλα σε κάθε πεζοπορία μας, επισκιάζουν κάθε απόπειρα αναψυχής.

Ω ανοικτά λιβάδια, πλημμυρισμένα με ξερακιανούς ασφόδελους μέχρι εκεί πέρα μακριά, στο όριο που δεν θέλουμε να το πούμε, φυτρώνετε και ανθίζετε μόνο και μόνο για να μας θλίβετε και να μας ναρκώνετε με λησμονιά.

Του Ηλία Κεφάλα

επικοινωνιστε μαζι μας