Η φωτογραφία του 1958 στο Βαλτινό είναι κάτι
περισσότερο από μια οικογενειακή ανάμνηση∙ είναι μια στιγμή όπου ο χρόνος
σταματά για να αποτυπώσει το αόρατο νήμα που ενώνει τις γενιές.
Στην αυλή του πλίνθινου σπιτιού, οι γυναίκες της οικογένειας στέκονται σαν
ρίζες και κλαδιά του ίδιου δέντρου. Δεν στήνονται τυχαία για μια φωτογραφία∙
κάτι χαρμόσυνο πλησιάζει — τα προεόρτια ενός γάμου, ίσως, ή η σιωπηλή υπόσχεση
μιας νέας αρχής.
Από δεξιά, η μάνα Κωνστάντω∙ μαυροντυμένη, ρίζα βαθιά,
με το βλέμμα της καρφωμένο στον φακό όπως σε μια προσευχή. Κουβαλά στις πτυχές
του φορέματός της τα χρόνια της αντοχής, τα πικρά και τα γλυκά της ζωής, τα
παιδιά που μεγάλωσε και τα όνειρα που δεν πρόφτασε να δει.
Δίπλα της, η Ευαγγελία — λεπτή σαν νεαρό κλαρί — κρατά από το χέρι την ανεψιά της,
τη μικρή Βάσω∙ το μέλλον που ήδη ανασαίνει μέσα στο παρόν.
Η Γεωργία, αρραβωνιασμένη, στέκει στο κέντρο∙ ανάμεσα στη μάνα και στις αδελφές
της, όπως η γέφυρα που ενώνει τα πριν και τα μετά. Στο πρόσωπό της
καθρεφτίζεται η στιγμή που αλλάζει ο ρόλος: από κόρη σε γυναίκα, από παιδί σε
σπιτονοικοκυρά.
Κι αριστερά, η Άννα∙ η μεγαλύτερη. Κρατά στην αγκαλιά τον μικρό Στέλιο, ένα φως
μέσα στο βλέμμα του παιδιού που δεν ξέρει ακόμη πως κουβαλά τη μνήμη όλων τους.
Η αυλή είναι γιορτινή μέσα στη λιτότητά της. Ένα
κουβάρι ζωής ξετυλίγεται ανάμεσα στους τοίχους από πλίνθους, στα παράθυρα με
τις κουρτίνες, στα σταμνιά που λάμπουν στο βάθος. Όλα μιλούν σιγανά: για τον
κόπο, για τη συντροφιά, για τη θηλυκή υπομονή που στηρίζει τον κόσμο.
Η φωτογραφία αυτή είναι μια αναπνοή αιωνιότητας.
Ο φακός εκτός από τα πρόσωπα, παγιδεύει και τη σιωπή του τόπου, τη γεύση του
χρόνου, και τη μυστική συνομιλία των γενεών.
Κι αν τη κοιτάξεις καλά, θα δεις πως πίσω απ’ το χαμόγελο της Γεωργίας, πίσω
απ’ τη σκιά της μάνας, πίσω απ’ τα παιδικά μάτια του Στέλιου, υπάρχει κάτι που
δεν γερνά: η αόρατη συνέχεια της ζωής∙ το νήμα που δεν κόβεται.
Υ.Γ. Ευχαριστούμε τον Στέλιο για την παραχώρηση του οικογενειακού κειμηλίου.