Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

«Εμπάτε χίλιοι αλέστε…» (Παροιμίες & γνωμικά.)

 

Ολόκληρη η παροιμία είναι «Εμπάτε χίλιοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε.»· η εκδοχή «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώστε.» μάλλον είναι παραφθορά της αρχικής, το «χίλιοι» γίνεται «σκύλοι». Στην «Ιστορία της Αγγλίας» ο Νίκος Τσιφόρος γράφει: «Κύριοι μου κι αφέντες μου, καλοί είσαστε, ευγενείς είσαστε, αλλά πριν απ’ όλα θα φτιάξουμε κράτος. Όχι όπως το ξέρατε μέχρι τώρα, μπάτε σκύλοι αλέστε. Κράτος θα πει κράτος, όλοι θα σεβόσαστε τους νόμους, η εκκλησία θα υποτάσσεται στο βασιλιά, εμένα δηλαδή, και όποιος κάνει του κεφαλιού του θα τον μπαγλαρώνω, έχω και δύναμη και δρόμους να τρέξουμε να προλαβαίνουμε τους αντάρτες.»

Ο Παπαδιαμάντης στην «Ἀσπροφουστανοῦσα» (1925) σημειώνει την πρώτη εκδοχή: «― Οὑ Γιαννιός, θὰ πῶ ! τί θαρρεῖτε; Πὼς εἷναι τάχα γιὰ νοικοκυριὸ ἄνθρωπος, ἢ τὸν μέλει τίποτα γιὰ νιτερέσο, ἢ γιὰ δουλειά, ἢ γιὰ καζάντιο; Ἐμβᾶτε χίλιοι ἀλέσετε… Κατὰ πῶς φαίνεται κ᾿ ἡ πρώτη γυναίκα του ἦτον δὰ μιὰ σκορπαλευρού… Ἄχ! καὶ πῶς δὲν ἔμαθε νὰ ἐκτιμᾶ τὰ γρόσια…»

«Νιτερέσο» είναι το συμφέρον. [< παλ. ιταλ. interesso]. «Καζάντιο» λέγεται η περιουσία, ο πλούτος, ό,τι κερδίζει, «καζαντίζει» κάποιος.

Για τους μυλωνάδες και τις μυλωνούδες λέγονται και τα επόμενα: «Κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.», «Καθένας με τον πόνο του κι ο μυλωνάς το ξάγι (ή τ’ αυλάκι).», «Αν τινάξει ο μυλωνάς τα ρούχα του, κάνει πίτα και κουλούρια.», «Κουλούρα φτιάνει ο μυλωνάς τινάζοντας τα γένια.», «Αλεστικά φουρνιάτικα του μυλωνά ‘ναι η πίτα.», «Από μυλωνάς, δεσπότης.» και το ειρωνικό «Από της μυλωνούς τον κώλο ορθογραφίαν γυρεύεις;»

Για μια μυλωνού πίνει και τραγουδάει ο μπαρμπα – Γιαννός «ο Έρωντας»:

     Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,

     κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.

     Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:

     Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,

     δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.  

     Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:

     Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,

     κι ο παπάς χειρομυλίζει.

     Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.

     Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.

     Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.»[1]

Η ωραία λαϊκή φράση «είναι σκορπαλευρού», δηλαδή σπάταλη, ανοικονόμητη, «τρυπιοχέρα», βρίσκεται και αλλού: «Διότι ἡ νύμφη της τὴν εἶχεν ἐρεθίσει καθ᾿ ὑπερβολὴν διὰ τοῦ ὑπεροπτικοῦ τρόπου της, ἐκτὸς ἄλλων εἶχε ρίψει μικράν τινα διαβολὴν εἰς ἐπήκοον τῆς πενθερᾶς της, ἐπὶ ἐλλείψει οἰκονομίας κατὰ τῆς ἀνδραδέλφης της, καὶ τὴν εἶχεν ὀνομάσει «σκορπαλευρού».

Του Δημήτρη Τζήκα


επικοινωνιστε μαζι μας