Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ο και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
όλιαλέ επιφών., όπως το ολαλά· κραυγή μικρού παιδιού συνοδευόμενη από κλάμα,
όταν χτυπούσε ή το χτυπούσαν: όλιαλέ, μανούλα
μου, μη μι βαρείς άλλου – όλιαλέέέ! πάτσα ένα αγκάθι !
όλιγου του ουδ. ουσ.
1) το καθάρσιο· καθαρτικό φάρμακο για την εκκένωση των εντέρων· είναι
πολύ άνοστο και προκαλεί λιγούρα 2) μεταφ. για οτιδήποτε υγρό που είναι άνοστο:
ατατέ, σαν όλιγου είναι!
όμπγυου του
ουδ. ουσ. το έμπυον, το πύον
όντας και όντις ως σύνδ. όταν: όντας βαρέσει
(ανατείλει) η ήλιους, να κινήεις για τη
δλειά σ’
οξ κι ξηρό σ’ έκφραση οργής και θυμού ως απάντηση στο όχι: σι λέω
τόσην ώρα, θα πας ή δε θα πας; όχι! οξ κι ξηρό σ’ να σι μάσει
όργους ουδ. ουσ.
ο όργος, τμήμα εργασίας στο χωράφι (από δω και η λέξη
όργωμα)
όρνιου του
ουδ. ουσ. 1) το αρπακτικό πτηνό όρνιο: έπισαν απάν’σαν τα όρνια 2) μεταφ. υβριστικά για άνθρωπο ανόητο,
ελαφρά καθυστερημένο, αμόρφωτο: κι συ, ρε
όρνιου, δεν έκανις τίπουτι; έκατσις μι του στόμα κλειστό;
όρσι ρ. προστ.
όρισε (ρ. ορίζω)· απάντηση σε κείνον που προσφωνούσε κάποιον: ω νύφη, πού είσι; όρσι, ιδώ στου μαειργιό
είμι
ό, τι αντων.
1) οτιδήποτε: ό,τι κι να πεις, ό,τι κι να καντς, ιγώ μνια
φουρά δε θα σεακούσου – η παππούς φέρει
κάθι μέρα κάτι στ’ αγγόνια τ’, νια καραμέλλα, ένα κλούρι, ένα ό,τι – 2) ό,τι κι αντί· για οτιδήποτε, για κάθε
περίπτωση και περίσταση: ό,τι κι αντί
αυτήν βγαίνει μπρουστά, μα για του ένα μα για του άλλου συζητάμι – ό,τι κι αντί ιγώ φταίω, κάνας άλλους; αμ ντε!
ότιλουεός επίθ.
ότιλουεός, ότιλουεά, ότιλουεό:
ό,τι λογής, οποιοσδήποτε, όποιος: τίλουεό
να είνι του χρώμα; ότιλουεό θελτς ισύ
Ουβρεός η αρσ. θηλ. η Ουβρεά· ο Οβριός, ο Εβραίος
ουγκιά η θηλ.
ουσ. μονάδα βάρους· συνηθίζονταν για την
αγοραπωλησία πρόβειων μαλλιών: θα
χρειαστούμι καμπόσις ουγκιές μαλλιά να φκιάσουμι βιλέντζις
ουγκώνου ρ. αμετάβ. και μεταβ. αόρ. όγκουσα·
ουγκώνουμι ουγκώτχα ουγκουμένους 1)
αισθάνομαι όγκωμα στο στομάχι, βαρυστομαχιά: έφαγα πουλύ κι όγκουσα, δε θέλου άλλου 2) μεταφ. για πρόσωπα
αντιπαθώ κάποιον: απού τότι που μίλτσι
έτσι τουν όγκουσα – ουγκώτχα ένα ένα μι τς κουβέντις απ’μι είπι κι απού τότι
είμι ουγκουμένους όταν τουν γλέπου
ουδι μόριο
ακριβώς, όπως έχει· χρησιμοποιείται σε φράσεις, όπως ουδιέτσι (όπως
έχει) – ουδιτότι (αμέσως τότε) – ουδιδώ, ουδικεί (εδώ ακριβώς, εκεί ακριβώς) – ουδι
αυτός (αυτός ο ίδιος)