Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Όταν ήρθε για πρώτη φορά τηλεόραση στο Βαλτινό



Τότε όλα ήταν καλά και ωραία. Υπήρχε νιότη, χρώμα παντού και λουλούδια.
Εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δένδρων.
Στις αλάνες του χωριού που στις άκρες τους φύτρωναν τσουκνίδες και βούζια παίζαμε μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό, αλλά και καραγκιόζη.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν η δεύτερη χρονιά που ξαναπαίζαμε καραγκιόζη.
Είχαμε μάθει απ΄ έξω όλη τη διαδικασία, από τους πλανόδιους καραγκιοζοπαίχτες, που κατά καιρούς περνούσαν από το χωριό κι έδιναν παραστάσεις.
Σκαρώναμε λοιπόν, κι εμείς τις δικές μας χάρτινες φιγούρες, φτιάχναμε με ξύλα, βούζια και νάιλον σακούλες τον μπερντέ μας, βρίσκαμε και δυο κεριά για το φωτισμό και με λίγη πρόβα ήταν όλα έτοιμα για την παράσταση.


Εγώ, πιο τολμηρός και πιο παθιασμένος για τέτοιου είδους πράγματα είχα αναλάβει να ενσαρκώνω τις άψυχες φιγούρες, μιμούμενος όσο μπορούσα τις διάφορες φωνές των ηρώων πίσω από τον μπερντέ.
Ο Παγουτάς είχε αναλάβει μαζί με τον Πράτα να κάνουν τους τελάληδες στις γειτονιές του χωριού. Είχαν κατασκευάσει τις αυτοσχέδιες «μοτοσικλέτες τους» με ξύλινες βέργες, πάνω στις οποίες δένανε από ένα συρμάτινο ημικύκλιο και το στολίζανε με διάφορα λουλούδια. Έκαναν πως τις καβαλίκευαν και μιμούμενοι με το στόμα τον ήχο της μοτοσικλέτας, έκαναν, πως γκάζωναν και ξαμολιούνταν ξυπόλυτοι στους χωματένιους δρόμους του χωριού, φωνάζοντας:
«Απόψε στο χωριό θα δείτε τον Καραγκιόζη, Ο Μέγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδιιι…».


Πολλές φορές χάζευα βλέποντας τον Πράτα να χώνεται σε κάτι λακκούβες του δρόμου γεμάτες κουρνιαχτό και να κάνει δήθεν πως βουλιάζει. Έβαζε τότε όπισθεν, μαρσάριζε, σπινιάριζε, ξαναμαρσάριζε και μέσα σ΄ αυτό το παιχνίδι της φαντασίας δεν καταλάβαινε ούτε ο ίδιος, πως από μοτοσικλέτα κατέληγε να οδηγεί τρακτέρ μέσα σε δύσβατα και επικίνδυνα χώματα.
Στο τέλος ήταν από πάνω μέχρι κάτω γεμάτος κουρνιαχτό.
Έτσι λοιπόν, το σούρουπο, αφού η γειτονιά μάθαινε για την παράστασή μας, αρχίζαμε και παίζαμε τις διάφορες ιστορίες του καραγκιόζη, στους λιγοστούς μας θεατές, που συνήθως αποτελούνταν από γυναίκες και παιδιά.
Με τις συνηθισμένες ατάκες του Καραγκιόζη , του Χατζατζάρη, του Μπαρμπαγιώργου, του Νιόνιου, του Σταύρακα… σκορπίζαμε σε όλους το γέλιο και το αθώο παιδικό μας παιχνίδι γίνονταν βίωμα στις φτωχικές γειτονιές του χωριού.


Ώσπου, μια μέρα εκεί που ετοιμαζόμασταν πάλι για κάποια παράσταση, έρχεται ο Παγουτάς τρέχοντας «με τη μοτοσικλέτα του» και μου λέει:
Μήτσο, παράτα τα κι έλα να πάμε στο μαγαζί του Βαγγέλη Βότσιου, έφερε τηλεόραση και θα βλέπουμε τσάμπα «σινεμά».
Ανυποψίαστοι και βέβαια ανήμποροι να αντισταθούμε στην εισβολή της εξέλιξης, τα παρατήσαμε γεμάτοι περιέργεια και πήγαμε να δούμε περί τίνος πρόκειται.
Είχε έρθει η πρώτη τηλεόραση στο χωριό!!!

Από τότε δεν ξαναπαίξαμε ποτέ πια καραγκιόζη και κάθε βράδυ μαζευόμασταν όλοι στο μαγαζί και παρακολουθούσαμε τηλεόραση!!!

«Aντίπαλες» ιδεολογίες, ίδια πολιτική


Tου Χρηστου Γιανναρα
Τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, οσοδήποτε συναρπαστικά ή και ιλιγγιώδη, αλλάζουν τις συνθήκες του βίου, τρόπους, συνήθειες, πρακτικές του βίου. Δεν αλλάζουν τη φύση του ανθρώπου. H φύση μένει πάντα φθαρτή και θνητή, πάντα ίδιες οι ενστικτώδεις ενορμήσεις που αντιπαλεύουν τη φθαρτότητα και τη θνητότητα – ορμή της αυτοσυντήρησης, ορμή της κυριαρχίας, ορμή της ηδονής. Πάντα ανοιχτή και η δυνατότητα αντίστασης στη νομοτέλεια των ενστίκτων (όχι ίδια σε όλους, αλλά σε όλους δοσμένη): Δυνατότητα σχετικής ελευθερίας από τις φυσικές αναγκαιότητες, ενεργητικής ετερότητας από τη φυσική ομοείδεια – ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου η ελευθερία, «το κυρίως ανθρώπινον» γνώρισμα.
Oι κάποτε Eλληνες γέννησαν την «πόλιν», την «πολιτικήν τέχνην», γιατί είχαν κοινή και κοινωνούμενη την ανάγκη για προτεραιότητα της ελευθερίας: H ελευθερία πραγματώνεται στη σχέση όχι στη χρήση, η χρήση υπηρετεί το ένστικτο, την υποταγή στην ανάγκη, στη νομοτέλεια της φύσης. Tο άθλημα της σχέσης παράγει την «πόλιν», την ελευθερία από την αναγκαιότητα, τον «πολιτισμό».

επικοινωνιστε μαζι μας