«Όταν θέλω, εσύ
δεν θέλεις,
τώρα που δεν
θέλω, θέλεις,
να και εγώ, τώρα
δεν θέλω,
για να θέλεις, όταν θέλω.»
Υπάρχει
μια παράξενη, σχεδόν ειρωνική αρμονία στις ανθρώπινες σχέσεις ένας χορός
συγχρονισμού που συχνά καταλήγει σε ασυμφωνία. Οι στίχοι «Όταν θέλω, εσύ δεν
θέλεις, τώρα που δεν θέλω, θέλεις…» αποτυπώνουν την ουσία αυτής της συνεχούς
εναλλαγής επιθυμιών, που μοιάζει να καθορίζεται όχι μόνο από το συναίσθημα,
αλλά και από τον χρόνο, την ψυχολογία, και την ανάγκη για ισορροπία - ή ίσως,
για εξουσία.
Αν
αναρωτηθούμε βαθύτερα, βλέπουμε πως η επιθυμία δεν γεννιέται στο κενό. Πολλές
φορές, θέλουμε εκείνον που δεν μας θέλει, όχι μόνο γιατί δεν μας ανταποκρίνεται,
αλλά γιατί μέσα από την έλλειψη αυτή καθρεφτίζεται η δική μας ανάγκη για
αναγνώριση και σημασία. Κι όταν τελικά αλλάζουν οι ρόλοι, όταν η επιθυμία του
άλλου μάς βρίσκει σε στιγμή αδιαφορίας, γεννιέται η πιο ανθρώπινη διαπίστωση:
το «μαζί» δεν φτάνει μόνο με την επιθυμία, χρειάζεται και ο συγχρονισμός της.
Μέσα
από την αντίφαση των στίχων αναδεικνύεται μια αλήθεια: οι άνθρωποι συχνά
αγαπούν όχι τον άλλον, αλλά την ανάγκη τους να αγαπηθούν από εκείνον. Κι έτσι,
οι στιγμές της επιθυμίας σπάνια συναντιούνται. Είναι σαν δυο τρένα που περνούν
η μία δίπλα στην άλλη ράγα, αλλά με διαφορετικό προορισμό και διαφορετική ώρα
αναχώρησης.
Το
«να κι εγώ, τώρα δεν θέλω, για να θέλεις, όταν θέλω» δείχνει μια σιωπηρή
προσπάθεια να πάρουμε τον έλεγχο του χρόνου και της σχέσης. Μα η αλήθεια είναι
σκληρή: κανείς δεν μπορεί να ελέγξει το πότε θα αγαπηθεί. Μόνο να αγαπήσει - κι
αυτό, χωρίς εγγυήσεις.
Ίσως,
τελικά, η ευτυχία να μην είναι να θέλουμε την ίδια στιγμή. Αλλά να μάθουμε να περιμένουμε.
Να συναντιόμαστε στη μέση, με γενναιοδωρία και υπομονή. Γιατί μόνο τότε, ίσως,
το «θέλω» και το «θέλεις» γίνουν επιτέλους «θέλουμε».