Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ν και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
ναίγκας
εριστική απάντηση σε κάποιον που μας λέει «ναι» και δε θέλουμε να
συμφωνήσουμε: ούλου ναι κι ναι είσι· ναίγκας
κι ξηρός σ’ να σι μάσει
νάτουσεά αντων. δεικτ.: νάτουσεά νάτηνεά νάτουεά· πληθ. νάτοισεά νάτισεά νάταεά· νάτος εδώ,
νάτος δα: νάτουσεά η ήλιους, βγήκι (ανέτειλε) – νάτηνεά η μάνα – νάτουεά του
ντουντούτ (το αυτοκινητάκι, παιχνιδάκι μωρού) – νάταεά τα κουρίτσια, μπαίν στου
χουρό (μπαίνουν στο χωρό)
νέτους επίθ. η νέτους η νέτην του νέτου 1) για βάρος
ο καθαρός, ο σκέτος: η τινικές παίρει δικαπέντι κιλά, νέτου βάρους δικατρία 2) άδειος, ταπί: τά’χασα ούλα στα χαρτχιά κι
έμεινα νέτους 3) μόνος: τουν έφυγι η
γναίκα τ’ κι τουν άφσι νέτουν
νηχός η αρσ. ουσ.
ο ήχος, ο αχός
νια αριθμητικό
επίθ. και αόριστη αντων. ένας μίνια και
νια ένα : νια φουρά κι έναν κιρό – νια
γναίκα
νιανιά του ουδ. ουσ.
το φαγητό στη γλώσσα των νηπίων
νίβου ρ. μεταβ. αόρ. ένιψα νίβουμι,
νίφκα, νιμμένους· πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου με νερό: νίβει
τα πόδγια τς η γάτα, θα χιουνίσει
όξου (λαϊκή δοξασία)· μεταφ. κινδυνεύω να…: αν μας πχιάσουν να κλέβουμι, νίφκαμαν (χαθήκαμε, κινδυνεύουμε)
νίλα η ουσ. θηλ.
βλ. λ. ανίλα
νιουγάμπρια τα και τα νιόγαμπρα ουδ. ουσ.
ο άντρας και η γυναίκα που έχουν παντρευτεί πρόσφατα, οι νιόπαντροι: να σκουθούν (σηκωθούν) τα νιουγάμπρια για χουρό – τήρα πώς
στέκουντι, σα νιουγάμπρια (σκωπτικά για παππούδες)
νιράγγουρου ουδ. ουσ.
το αγγουράκι
νιραγόι του ουδ. ουσ.
αυλάκι, στο οποίο συγκεντρώνεται νερό για το πότισμα των κηπευτικών ή
όπου συγκεντρώνονται τα βρόχινα νερά για να μη νεροκρατάει (πλημμυρίζει) το
χωράφι
νιρουκαίουμι ρ. αόρ. νιρουκάηκα· διψάω πάρα πολύ, σκάω από
δίψα: νιρουκάηκαμι στου χουράφι
θιρίζουντα ούλη μέρα κι πού νιρό
νιρουμπαμπλέκι του ουδ. ουσ. είδος υδρόβιου πουλιού, η
μπεκάτσα
νιρουσυρμή η θηλ. ουσ.
η νεροσυρμή· αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά της βροχής
νιρουφίδα η θηλ. ουσ. φίδι που ζει μέσα στο νερό,
νερόφιδο
νισάφι επίρρ. έλεος, επιτέλους, αρκετά: νισάφι πια, σι βαρέτχα
νιφραμνιά η θηλ. ουσ.
η νεφραμιά· εκλεκτό κομμάτι σφαγμένου ζώου, χοιρινού κυρίως, γύρω από τα
νεφρά· το κρέας του είναι πολύ νόστιμο
νο μ’ – νόμτι και νουμείτι·
δο μ’ = δος μου – δώστε μου: νο μ’ φουτχιά,
ανέβα παραπάν’ (από παιδικό παυχνίδι) –
να τη μαυράδα μ’, νο μ’ την ασπράδα σ’ (καλωσόρισμα του πελαργού από μικρά
παιδιά) – νόμτι μι κι μένα λίγου ψουμί
νότη η θηλ. ουσ.
η υγρασία, η νοτεράδα: θέλουν νότη
τα φασούλια για να φυτρώσουν καλά
νούλα η θηλ. ουσ. ως επίρρ. καντίποτε, μηδέν: νούλα μι την νούλα τα πήρι η γκαραγκιόζης ούλα