Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Μα παλιά και αληθινή ιστορία, όπως μου την διηγήθηκαν


Του Χρήστου Γκίμτσα 
(Από την συλλογή: Ιστορίες που πρέπει να λέγονται)

«Θα βγεις; Είναι νύχτα…»
«Θέλω να περπατήσω, να  πάρω και λίγο καθαρό αέρα».
«Ντύθηκες καλά; Κάνει κρύο, θέλεις να ρθω μαζί σου; Μπορεί να χιονίσει απόψε…»
«Όχι, ένας περίπατος θα είναι, μην ανησυχείς».
Η Μάγδα, η γυναίκα του ανησυχούσε και είχε γίνει υπερπροστατευτική τελευταία και με το δίκιο της, αλλά αυτό τον ενοχλούσε.  Τον έκανε να νοιώθει περισσότερο ανήμπορος.
Περπάτησε λίγο μέχρι που βγήκε στην «Καρδίτσης» και μπροστά του πρόβαλε ο σκοτεινός όγκος του τζαμιού με τον μιναρέ του να λογχίζει τον φορτωμένο από σύννεφα ουρανό.
Λίγο πιο κάτω ο Άγιος Κωνσταντίνος και δίπλα του οι παλιές φυλακές που λειτουργούσαν ακόμα. Στις γωνίες του περίβολου στις σκοπιές είδε τις σκιές των φρουρών που προσπαθούσαν να κρατήσουν μέσα στους τοίχους τις ψυχές αυτών που οι δικαστικές αποφάσεις έλεγαν πως αδίκησαν την κοινωνία, και τιμωρήθηκαν.
Έτσι, χωρίς να βιάζεται άρχισε να ανεβαίνει την «Καποδιστρίου» που τότε ήταν διπλής κυκλοφορίας, μέχρι που έφτασε στην  διασταύρωση της με την «Ασκληπιού». Γύρισε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά κοιτώντας τον κεντρικό δρόμο της πόλης φωτισμένο, και του άρεσε η εικόνα που είδε.
Κάποιοι τολμηροί προσπαθούσαν να κάνουν μερικές βόλτες πάνω κάτω μέσα στο κρύο μέχρι να κρυφτούν στα γύρω καφενεία και ζαχαροπλαστεία. Στο  καφέ-ζαχαροπλαστείο «το Διεθνές» λίγα μέτρα πιο κάτω, κλειστό σήμερα,  μπαινόβγαινε συνέχεια κόσμος.
Ανασήκωσε τον γιακά του και συνέχισε τον δρόμο του πάνω στο πεζοδρόμιο της «Καποδιστρίου». Εκεί ακριβώς την συνάντησε. Είχε κοντοσταθεί ψάχνοντας την τσάντα της και παρόλο που ήταν τυλιγμένη με ένα σάλι, την αναγνώρισε αμέσως. Είχαν βρεθεί τόσο κοντά, που και να ήθελε να την αποφύγει, ήταν αδύνατον.
«Αλίκη, εσύ;»
Ήταν σίγουρος πως πριν γυρίσει να τον δει, τον αναγνώρισε από την φωνή του.
«Νίκο τι κάνεις, ήταν η απάντηση της καθώς γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του».
«Καλά… Ας τα λέμε καλά, εσύ πως είσαι;»
Σ΄ αυτή την ίδια πόλη ζούσαν, αλλά σπάνια συναντιόντουσαν και μάλιστα τυχαία μέσα στο πλήθος. Αντάλλασαν μια καλημέρα η καλησπέρα αναλόγως, και αυτό ήταν όλο.
Τώρα όμως βρέθηκαν  τόσο κοντά που σχεδόν άγγιζε ο ένας τον άλλο. Βάδισαν για λίγο έτσι αμήχανα πλησιάζοντας προς την πλατεία του «Δεσποτικού». Κάποια φωτάκια ήταν κρεμασμένα στα κλαδιά του γέρικου πλάτανου που δέσποζε στην πλατεία και θύμιζαν πως πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων.
«Κάνει κρύο απόψε», είπε, έτσι  για να φύγει η αμηχανία ανάμεσά τους.
«Ναι, μπορεί και να χιονίσει», του απάντησε.
Λίγο πριν περάσουν στο πεζοδρόμιο της «Κοραή», βρήκε το κουράγιο και την ρώτησε.
«Η Ισμήνη τι κάνει;»
Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Νόμισε πως θα του κακομιλούσε. «Τώρα την θυμήθηκες» η κάτι τέτοιο, αλλά η φωνή της ήταν ήρεμη.
«Καλά είναι. Όπου να ’ναι έρχεται να εγκατασταθεί εδώ και να δουλέψει. Τελειωμένη δικηγόρος βλέπεις…»

Έργα και ημέρες του παππού μου του Δαίδαλου

 O σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος αφηγείται στο Short Stories μνήμες από τον παππού του, ξακουστό ξυλουργό στην νότια Πίνδο, με αφορμή την αποκατάσταση παλιών εργαλείων του και κατασκευών του από νέους ξυλουργούς.

Αυτός είναι ο παππούς μου, ο Κωνσταντίνος Κουτσιαμπασάκος, ο επονομαζόμενος Δαίδαλος.

Ξυλουργός, ξακουστός για την τέχνη του στα χωριά της νότιας Πίνδου, περιοχή στην οποία δούλεψε για πάνω από μισό αιώνα κι έλαβε αυτό το προσωνύμιο.

Γεννήθηκε το 1905 στη Μεσοχώρα Τρικάλων. Όταν ήταν μικρός αρρώστησε βαριά. Τις ημέρες εκείνες έτυχε να περνά από το χωριό λιτανεία με μοναχούς από το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνα Δουσίκου. Η μητέρα του, σε απόγνωση, τον έταξε στον άγιο. Και, ω του θαύματος, το επόμενο πρωί ο παππούς μου ανάρρωσε. Έτσι λοιπόν η προγιαγιά μου έκανε το χρέος της. Τον παρέδωσε στους μοναχούς που αποτελούσαν τη λιτανεία.

Ο παππούς μου έλειψε από το χωριό για αρκετά χρόνια και επέστρεψε είκοσι χρόνων παλικάρι. Στο διάστημα που μεσολάβησε είχε μάθει την τέχνη του μαραγκού στο μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου και είχε προλάβει να ταξιδέψει στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τραγουδούσε και έπαιζε διάφορα μουσικά όργανα. Βιολί, που το είχε κατασκευάσει ο ίδιος, κλαρίνο και φλογέρα. Και ήταν ο πρώτος που δίδαξε φοξ τροτ στο χωριό. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που κέρδισε τη γιαγιά μου ή το γεγονός πως κατείχε την ξυλουργική τέχνη που τα χρόνια εκείνα την εκτιμούσαν ιδιαίτερα. Ό,τι προκοπή έκανε ο παππούς μου στο χωριό, με αγώνα και σκληρή δουλειά, στις 2 Νοεμβρίου του 1943 καταστράφηκε μαζί με όλα του τα υπάρχοντα μέσα σε λίγες ώρες. Ήταν η μέρα που οι Γερμανοί πυρπόλησαν το χωριό. Ανέστιος, ύστερα από λίγους μήνες, εγκαταστάθηκε στο απέναντι χωριό, στο Αρματολικό, δίπλα στον Αχελώο και ξεκίνησε από την αρχή. Ήθελε να είναι κοντά στο ποτάμι και να ασχολείται με τη δεύτερη μεγάλη του αγάπη μετά την ξυλουργική, το ψάρεμα. Εκεί έστησε εκ νέου το εργαστήριό του, έχτισε καινούργιο σπίτι και έκανε τέσσερα παιδιά με τη γιαγιά μου.

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι, με έπαιρνε στο ξυλουργείο του, με κάθιζε σε μια από τις περίφημες καρέκλες του, μου έφτιαχνε καφέ από κριθάρι και μου διηγιόταν ιστορίες από τη ζωή του. Εγώ του ζητούσα να μου διηγείται ξανά και ξανά για την περίοδο που δούλευε σε ένα λουκουμάδικο στη Ζάκυνθο. Ήταν τόσο γλαφυρή η αφήγησή του για το πώς φτιάχνονται τα λουκούμια που τον έπιαναν τα γέλια βλέποντάς με να μου τρέχουν τα σάλια. Θυμάμαι πως πάνω από το τζάκι είχε ένα πορτρέτο του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Πολύ συχνά μου το έδειχνε και μου έλεγε: «Αυτός, Δημητράκη, είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός της Ελλάδας. Φίλος μου». Είχε γνωρίσει τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο μέτωπο της Αλβανίας και τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Από το εργαστήριό του με συντροφεύει ακόμη η μυρωδιά του πριονιδιού, το συναίσθημα του θαυμασμού για τα αντικείμενα που έφτιαχνε αλλά και η πληθώρα των παράξενων εργαλείων του τα οποία κατασκεύαζε ο ίδιος.

Σήμερα στα νοικοκυριά των χωριών της νότιας Πίνδου –Μεσοχώρα, Αρματολικό, Αετός, Παχτούρι, Κορυφή, Λαφίνα, Νεράιδα, Νέα Πεύκη, Λιβαδοχώρι– υπάρχουν ακόμη έργα του. Καρδάρες, βαρέλες, καρέκλες, φτσέλες, μπουτινέλοι, σοφράδες. Χαίρομαι που όταν επιστρέφω στα μέρη μου ακούω συχνά: «Είσαι εγγονός του Δαίδαλου; Αυτό είναι του παππού σου. Ακόμη είναι γερό, κρατάει».

Θα τον θυμάμαι πάντα στα τελευταία χρόνια της ζωής του, κοντά στο κοπάδι με τις κατσίκες του, στις πλαγιές του όρους Χατζή, σκυφτός να παίζει με τις ώρες φυσαρμόνικα. Ήταν το τελευταίο μουσικό όργανο που έμαθε, γέρος πια.

Είμαι πολύ χαρούμενος και συγκινημένος που το Athens Wood School και νέοι ξυλουργοί ανέλαβαν να αποκαταστήσουν δυο κουραστάρια και τρεις καρέκλες του. Τους ευχαριστώ πολύ καθώς και τον δάσκαλό τους, τον Νίκο Ιωάννου, για την πρωτοβουλία. Ο Δαίδαλος θα ήταν πολύ χαρούμενος.


επικοινωνιστε μαζι μας