Η
φωτογραφία αυτή κουβαλάει μια ολόκληρη εποχή μέσα στο κάδρο της∙ τη δεκαετία
του 1960, όταν η Ελλάδα ζούσε ακόμα σε ρυθμούς χωριού, πανηγυριών και
οικογενειακών συναθροίσεων. Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, αμέσως μετά τη
θεία λειτουργία του πανηγυριού, η παρέα των κοριτσιών στάθηκε με χάρη για να
αποτυπωθεί η στιγμή.
Είναι
γυναίκες της ηλικίας της παντρειάς, με νιότη στα πρόσωπα, ομορφιά απλή αλλά
καθαρή, με το χαμόγελο της αισιοδοξίας να φανερώνει την πίστη τους στο μέλλον
που ανοίγεται. Η ενδυμασία τους –φορέματα κομψά, ταγιέρ, χτενίσματα
περιποιημένα– μαρτυρά τη φροντίδα και τη χαρά της ημέρας. Είναι μια εικόνα της
καθημερινής αξιοπρέπειας και της μικρής γιορτής που έδινε η ζωή.
Μπροστά
τους, η μικρή κοπέλα καθισμένη, παρατηρεί και ίσως ονειρεύεται τη δική της
στιγμή. Σαν να λέει μέσα της: «Μια μέρα κι εγώ θα σταθώ έτσι, ανάμεσα στις
φίλες μου, θα μεγαλώσω, θα βάλω όμορφο φόρεμα και θα γελάσω στο πανηγύρι».
Είναι η συνέχεια της ζωής που φανερώνεται στο βλέμμα ενός παιδιού.
Η
φωτογραφία αυτή είναι μια μαρτυρία που καθρεφτίζει τον
χρόνο που πέρασε, τις νεανικές καρδιές που χτύπησαν με όνειρα και ελπίδες, και
μια γενιά γυναικών που πορεύτηκε με τη δύναμη της παρέας, της κοινότητας και
της πίστης. Σήμερα, μέσα από την ασπρόμαυρη υφή της, γίνεται υπενθύμιση ότι η
ομορφιά και η αισιοδοξία της νιότης δεν χάνονται – μονάχα αλλάζουν μορφή και
συνεχίζουν να ζουν μέσα μας, όπως τότε που το πανηγύρι ήταν η αφορμή για να
συναντηθούν, να χαρούν και να ονειρευτούν.