Παραμονή
Χριστουγέννων στα Τρίκαλα. Η πόλη φορούσε τα γιορτινά της, όχι μόνο με φωτάκια
και βιτρίνες, αλλά με εκείνη τη διάχυτη ανησυχία των ημερών που ζητούν να
φανούμε χαρούμενοι. Βγήκα στην αγορά για τις τελευταίες προμήθειες, μέσα σε
έναν κόσμο που έμοιαζε να κινείται με δύο ρυθμούς, άλλοι έτρεχαν να προλάβουν
τον χρόνο, κι άλλοι τον άφηναν να τους προσπερνά αργά, σχεδόν τελετουργικά.
Μπήκα
σε ένα καφέ και στάθηκα πίσω από την τζαμαρία, σαν θεατής μιας παράστασης
δρόμου. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν, πρόσωπα φορτωμένα σακούλες, βλέμματα
κουρασμένα ή ανέμελα, χαμόγελα που ίσως άντεχαν μόνο μέχρι το τέλος της ημέρας.
Ανάμεσα σε όλα αυτά, μπαινόβγαιναν παρέες παιδιών Ρομά και έλεγαν τα κάλαντα. Η
φωνή τους έσπαζε τον ήχο της καφετιέρας και των χαμηλών συζητήσεων. Κι εγώ,
αντί να αφεθώ στο νόημα της στιγμής, ένιωσα ενόχληση. Μου φάνηκε πως όλο αυτό
δεν ήταν παρά μια προσχηματική επαιτεία, ντυμένη με τη στολή της παράδοσης.
Έπιασα τον εαυτό μου να κλείνεται, να αποσύρεται σε μια σιωπηλή κρίση.
Φεύγοντας
από το καφέ, πέρασα από την κεντρική γέφυρα της πόλης. Εκεί, μέσα στο ψυχρό φως
της ημέρας, είδα μια εικόνα που ανέτρεψε όσα νόμιζα ότι ήξερα. Τέσσερα παιδιά
Ρομά πλησίασαν μια γριά ζητιάνα που καθόταν ακίνητη, σχεδόν σαν μέρος του
τοπίου. Έσκυψαν μπροστά της και άρχισαν να ρίχνουν στο πιατάκι της τα κέρματα
που είχαν μαζέψει από τα κάλαντα. Όχι επιδεικτικά, ούτε με θόρυβο, με μια
φυσικότητα που μαρτυρούσε πως αυτή η πράξη δεν ήταν εξαίρεση, αλλά αυτονόητο
χρέος.
Εκείνη
τη στιγμή ένιωσα να μετατοπίζεται κάτι μέσα μου. Η ενόχληση μετατράπηκε σε
ντροπή, και η ντροπή σε μια σιωπηλή μετάνοια. Τα παιδιά που πριν λίγο είχα
κρίνει, δίχως να τα γνωρίζω, μου δίδαξαν -χωρίς λόγια- το αληθινό νόημα των
Χριστουγέννων. Όχι ως εορταστικό σκηνικό, αλλά ως πράξη, το μοίρασμα της
έλλειψης, όχι του περισσεύματος. Την προσφορά εκείνου που έχει λιγότερα σε
εκείνον που έχει σχεδόν τίποτα.
Σκέφτηκα
πως ίσως η προσχηματική ζητιανιά δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται. Ίσως είναι
ένας τρόπος να επιβιώνεις, αλλά και να παραμένεις άνθρωπος μέσα σε έναν κόσμο
που συχνά σε θέλει αόρατο.
Έφυγα
από τη γέφυρα διαφορετικός. Λιγότερο βέβαιος για τις κρίσεις μου, πιο ανοιχτός
στη σιωπηλή σοφία των απλών πράξεων. Και εκείνη η εικόνα, τα παιδιά και η γριά,
στάθηκε μέσα μου σαν ένα άτυπο ευαγγέλιο των δρόμων: ότι τα Χριστούγεννα δεν
κατοικούν στις βιτρίνες, αλλά στα χέρια που, ακόμη κι όταν τρέμουν από το κρύο,
βρίσκουν τη δύναμη να μοιραστούν.
