Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΟΜΙΚΡΟ




Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Ο και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:



όλιαλέ   επιφών., όπως το ολαλά·  κραυγή μικρού παιδιού συνοδευόμενη από κλάμα, όταν χτυπούσε ή το χτυπούσαν: όλιαλέ, μανούλα μου, μη μι βαρείς άλλου – όλιαλέέέ! πάτσα ένα αγκάθι !
όλιγου  του ουδ. ουσ.  1) το καθάρσιο· καθαρτικό φάρμακο για την εκκένωση των εντέρων· είναι πολύ άνοστο και προκαλεί λιγούρα 2) μεταφ. για οτιδήποτε υγρό που είναι άνοστο: ατατέ, σαν όλιγου είναι!
όμπγυου  του  ουδ. ουσ.  το έμπυον, το πύον
όντας και όντις ως σύνδ. όταν: όντας βαρέσει (ανατείλει) η ήλιους, να κινήεις για τη δλειά σ’
οξ κι ξηρό σ’  έκφραση οργής και θυμού ως απάντηση στο όχι: σι λέω  τόσην ώρα, θα πας ή δε θα πας; όχι! οξ κι ξηρό σ’ να σι μάσει
όργους  ουδ. ουσ.  ο  όργος,  τμήμα εργασίας στο χωράφι (από δω και η λέξη όργωμα)
όρνιου  του  ουδ. ουσ. 1) το αρπακτικό πτηνό όρνιο: έπισαν απάν’σαν τα όρνια 2) μεταφ. υβριστικά για άνθρωπο ανόητο, ελαφρά καθυστερημένο, αμόρφωτο: κι συ, ρε όρνιου, δεν έκανις τίπουτι; έκατσις μι του στόμα κλειστό;
όρσι  ρ. προστ.  όρισε (ρ. ορίζω)· απάντηση σε κείνον που προσφωνούσε κάποιον: ω νύφη, πού είσι; όρσι, ιδώ στου μαειργιό είμι
ό, τι  αντων.  1) οτιδήποτε:  ό,τι κι να πεις, ό,τι κι να καντς, ιγώ μνια φουρά  δε θα σεακούσου – η παππούς φέρει κάθι μέρα κάτι στ’ αγγόνια τ’, νια καραμέλλα, ένα κλούρι, ένα ό,τι  2) ό,τι κι αντί· για οτιδήποτε, για κάθε περίπτωση και περίσταση: ό,τι κι αντί αυτήν βγαίνει μπρουστά, μα για του ένα μα για του άλλου συζητάμι –  ό,τι κι αντί ιγώ φταίω, κάνας άλλους; αμ ντε!
ότιλουεός  επίθ.  ότιλουεός, ότιλουεά, ότιλουεό:  ό,τι λογής, οποιοσδήποτε, όποιος: τίλουεό να είνι του χρώμα; ότιλουεό θελτς ισύ
Ουβρεός  η αρσ. θηλ. η Ουβρεά· ο Οβριός, ο Εβραίος
ουγκιά  η  θηλ. ουσ.  μονάδα βάρους· συνηθίζονταν για την αγοραπωλησία πρόβειων μαλλιών: θα χρειαστούμι καμπόσις ουγκιές μαλλιά να φκιάσουμι βιλέντζις
ουγκώνου  ρ. αμετάβ. και μεταβ. αόρ. όγκουσα· ουγκώνουμι ουγκώτχα ουγκουμένους 1) αισθάνομαι όγκωμα στο στομάχι, βαρυστομαχιά: έφαγα πουλύ κι όγκουσα, δε θέλου άλλου 2) μεταφ. για πρόσωπα αντιπαθώ κάποιον: απού τότι που μίλτσι έτσι τουν όγκουσα – ουγκώτχα ένα ένα μι τς κουβέντις απ’μι είπι κι απού τότι είμι ουγκουμένους όταν τουν γλέπου
ουδι  μόριο  ακριβώς, όπως έχει· χρησιμοποιείται σε φράσεις, όπως ουδιέτσι (όπως έχει) – ουδιτότι (αμέσως τότε) – ουδιδώ, ουδικεί (εδώ ακριβώς, εκεί ακριβώς) – ουδι αυτός (αυτός ο ίδιος)
ούεα   θηλ. ουσ.  η ούγια· η άκρια υφάσματος
ούι  και  ούι ούι  επιφ. για θαυμασμό, απορία, λαχτάρα: ούι, τι κρύου είνι τούτου! – ούι  ούι, θα πέσου! – ούι, τι καλά που είνι! – ούι  ούι, σειότι η γης!
ουκά  η θηλ. ουσ.  πληθ. οι ουκάδις· η οκά· μονάδα βάρους, ίση με 1280 γραμμ.
ουκνός  επίθ. η ουκνός η ουκνεά του ουκνό· ο οκνός, ο οκνηρός, ο τεμπέλης: ένας τιμπέλτς είνι· γουμάρι  ουκνό, ουκνουγόμαρου ντιπ είνι, η αχαΐριφτους
ούλημιρίτσα  ως επίρ. όλη την ημέρα: ούλη μιρίτσα στου πουδάρι (με συμπάθεια για εργατικό άνθρωπο) – ούλη μιρίτσα γκρινιάζ , δε βάζει  γλώσσα μέσα (με παράπονο και οργή μαζί)
ουλόρθους  επίθ. η ουλόρθους η ουλόρθην του ουλόρθου· ο ολόρθος
ούλου (κι) ούλου  επίρρ.  όλο (κι) όλο, τόσο ακριβώς, τίποτε παραπάνω: ούλου (κι) ούλου αυτά τα λιφτά έχου, ούτι δικάρα παραπάν’
ούλουένα  επίρρ. ολοένα, πάντοτε, συνεχώς
ουλούθι  επίρρ. ολούθε, ολόγυρα, από παντού
ουμάδι  του  ουδ. ουσ.  για άνθρωπο ωμός, μαλακός, αδύνατος, ισχνός, αδέξιος
ουντίζου  ρ. αμετ. αόρ. όντσα· μοιάζω, ταιριάζω, προσαρμόζω: δεν ουντίζουν τα γνέματα στουν αργαλειό, (έχουν διαφορετικο χρώμα ή πάχος) – όντσαν κι συμπιθέριασαν – όντσαν τα χνώτα τς
ουργιά  η  θηλ. ουσ.  η οργυιά· μονάδα μήκους ίση με το άνοιγμα των χεριών· έτσι μετρούσαν τα μάλλινα νήματα για τον αργαλειό ή το μήκος, γενικά, κάποιου πράγματος: έριξα δέκα ουργιές στημόνι – είδα ένα φίδι , να, δγυο ουργιές!
ουργιό  του ουδ. ουσ.  το ριγιό, το ρίγος: δυο βιλέντσις τουν έρξαμαν παναθιώ τ’ κι δεν έλιγι να σταματήσει  τ’ ουργιό – τουν πήρι (η γρίππη) μι του ουργιό
ουρίζου  ρ. μεταβ. παρατ. όρζα αόρ. όρσα· ορίζω 1) δίνω εντολή σε κάποιον, τού επιβάλλομαι: ούλου την ουρίζει  τη νύφη  η πιθιρά τς,  κάνι τούτου κάνι ’κείνου κι αυτήν η καη μένη  ουρίζιτι, τι να κάνει; 2) αισθάνομαι: πέρασα νια βαρεά γρίππη κι δεν ουρίζου τίπουτι
ουρλιάτσα  η θηλ. ουσ. ό,τι στερεό ρευστοποιείται, γίνεται υδαρές (νερουλό): ουρλιάτσα όξου του χιόνι, αρχίντσι να λυώνειμι τη βρουχή που ρίχει – έπισαν τ’αυγά καταή κι γίνκαν ουρλιάτσα ούλα – ουρλιάτσα τ’ αχλάδγια, παραγίνκαν
ουρλιώμι  ρ.  ουρλιάζω· λέγεται για τα ουρλιαχτά, για τις άγριες κραυγές των σκύλων και των λύκων
ουρλός  επίθ. η ουρλός η ουρλεά του ουρλό· λέγεται για κάτι που είναι αραιό (από πυκνότητα) ή όχι καλά βρασμένο: η κρέμα στη γαλατόπτα είνι λίγου ουρλεά ακόμα (δεν ψήθηκε καλά) – ιγώ μεαρέσουν να τα τρώω  ουρλά τ’αυγά
ουρμάνι  του ουδ. ουσ.  το ρουμάνι, έκταση με δέντρα και θάμνους, λόγγος
ουρμήνεια  η  θηλ. ουσ.  η ορμήνεια, η συμβουλή: κάνει  πως τα ξέρει  ούλα· ούλου ουρμήνεια είνι κι τίπουτα άλλου
ουρσούηζ  επίθ.  η ουρσούηζ η ουρσούζα του ουρσούζικου· ο γρουσούζης  1) αυτός που φέρνει κακοτυχία, ο γκαντέμης: την παλιου ουρσούζα! νια φουρά πέρασι απ’ του σπίτι  κι θιρμάτχι του κούτσικου 2) λέγεται μεταφ. και χαιδευτικά για μικρά ζαβουλιάρικα παιδιά: βρε, τα ουρσούζικα, δε μ’ άφσαν τίπουτα, τα χάλασαν ούλα
ούρτου  επιφ.  χρησιμοποιείται για να διώξουμε ένα σκυλί ή και να το κάνουμε να χυμήξει καταπάνω στα ζουλάπια: ούρτου, μωρέ, ούρτου, ούρτου!
ούστι,  επιφ. χρησιμοποιούνταν για να διώξουν τα γαιδούρια ή για να τα κάνουν να προχωρήσουν γρήγορα, όταν ήταν οκνά (βραδυκίνητα) : ούστι! ψουφίμι  τ’ κεαρατά ψουφίμι· λέγονταν και για το διώξιμο ενοχλητικού ή δυσάρεστου ανθρώπου: α ουστι  απού δω, ρε!  (ξεκουμπήσου μας)
ουχτρός  επίθ.  ως  ουσ.  ο εχθρός: ούτι τουν ουχτρό μ’ δε θέλου να γλέπου έτσι
όχτους  η  αρσ. ουσ.  ο όχθος, απότομη κλίση του εδάφους: οι όχτοι  τ’ πουταμνιού – η όχτους απ’ του χαντάκι
όψιτι  ρ.  γ΄ενικ. προσ.  όψεται· στη φράση ας όψιτι· λέγεται με οργή και ως κατάρα για κάποιον που έφταιξε πολύ ή θεωρείται υπαίτιος για κάτι: ας όψιτι η κακόψυχους, ας όψιτι  που του γκάστρουσι κι τ’ απαράτσι του κουρίτσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας