Οι
παλαιότεροι θα θυμούνται το παλιό ημερολόγιο τοίχου. Κρεμασμένο δίπλα στο
εικονοστάσι ή πάνω από το τραπέζι της κουζίνας, άκουγε τις ανάσες του σπιτιού,
το τσιτσίρισμα του καφέ, το τρίξιμο της ξυλόσομπας, τις φωνές των παιδιών. Κι
εκεί, σιωπηλό όλη μέρα, περίμενε τη στιγμή του, το γύρισμα του φύλλου.
Οι
γονείς μας το άλλαζαν με μια τελετουργία σχεδόν ανεπαίσθητη. Έπιαναν την άκρη
του χαρτιού, το τράβαγαν απαλά, κι ο ήχος του σκισίματος ήταν σαν μικρός
αποχαιρετισμός. Έφευγε μια μέρα, με τις έγνοιες της, τις χαρές της, τις σιωπές της,
και πριν προλάβει να χαθεί, άφηνε πίσω της λίγους στίχους. Ένα τετράστιχο, ένα
απόφθεγμα, μια παροιμία. Λόγια απλά, μα πυκνά σαν ψωμί ζυμωμένο στο σπίτι.
«Τα
λόγια σου τα γνωστικά
κάθομαι και λογιάζω
γραμμένα τα ’χω και συχνά
κλαίγοντας τα διαβάζω.»
Δεν
ήταν ποίηση για βιβλία και σαλόνια, ήταν ποίηση για τις ρωγμές της ζωής. Λόγια
που τα διάβαζαν μεγαλόφωνα, άλλοτε μηχανικά, άλλοτε με μια μικρή παύση, σαν
κάτι να σκάλωσε μέσα τους. Κι ύστερα συνέχιζαν τις δουλειές τους. Μα ο στίχος έμενε. Καθόταν κάπου στην άκρη της σκέψης,
όπως κάθεται η σκόνη στο περβάζι, αθόρυβα, επίμονα.
Εκείνα
τα ημερολόγια δεν έδιναν συμβουλές, μιλούσαν για τον χρόνο, για την υπομονή,
για τον καημό, για την αγάπη που πονά και για την απώλεια που μαθαίνεται. Ήταν
σαν να μας έλεγαν πως η μέρα δεν είναι μόνο αυτό που ζεις, αλλά κι αυτό που
καταλαβαίνεις εκ των υστέρων.
Σήμερα,
που ο χρόνος γλιστρά σε οθόνες και ειδοποιήσεις, εκείνο το παλιό ημερολόγιο
μοιάζει σχεδόν αφελές. Κι όμως, είχε μια σοφία που μας λείπει, τη βραδύτητα. Δεν ήταν απλώς μέτρηση του χρόνου, ήταν ένας μικρός άμβωνας
καθημερινής σοφίας.
Ίσως
γι’ αυτό το θυμόμαστε ακόμη. Όχι για τις ημερομηνίες του, μα για τα λόγια στο
πίσω μέρος του φύλλου. Γιατί εκεί, ανάμεσα σε μια μάνα που σκίζει το χαρτί και
σε ένα παιδί που ακούει χωρίς να καταλαβαίνει ακόμη, γεννιόταν ένας μικρός,
καθημερινός στοχασμός. Κι αυτός, όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, δεν έπαψε να μας
μετρά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου