Το
απόγευμα, πάνω από τον Κόζιακα, μαζεύτηκαν μαύρα σύννεφα που χαμήλωναν τόσο,
σαν να ’θελαν να σκουπίσουν τις κορφές των ελάτων. Ο αέρας γύρισε απότομα και
τα χελιδόνια άρχισαν να σχίζουν το χώμα με τις φτερούγες τους, προειδοποιώντας,
με τον δικό τους τρόπο, πως έρχεται μπόρα.
—
Θα βρέξει, είπε η μάνα, τραβώντας το μαντίλι πίσω από το μέτωπό της. Πάμε στο
λιβάδι να μαζέψουμε γομαροβουνιές.
Δεν
ήταν ώρα για αναβολές. Πήρε δυο άδεια σακιά, τα δίπλωσε όπως έκανε κάθε φορά,
τα ’βαλε στη μασχάλη και βγήκε στην αυλή. Τα δίδυμα, πιασμένα από τη φούστα
της, την ακολουθούσαν όπως τα μικρά κατσίκια τη μάνα τους, κι ο Λαζαράκος με
τον Χάρη περπατούσαν πίσω τους, άλλοτε σοβαρά, άλλοτε σπρώχνοντας ο ένας τον
άλλον.
Καθώς
προχωρούσαν, ο αέρας δυνάμωνε και μύριζε αυτό το γνώριμο, πρώτο άρωμα της
βροχής που ξεσηκώνει το χώμα πριν καν πέσει η πρώτη σταγόνα. Η μάνα, ξυπόλυτη,
με τις φαρδιές και σκληρές πατούσες που είχαν φάει νύχια και πέτρες, έτρεχε από
βουνιά σε βουνιά. Έσκυβε, άρπαζε δυο-τρεις μαζί με τα χοντρά της δάχτυλα, τις
πετούσε μέσα στο σακί και συνέχιζε σαν να την κυνηγούσε η μπόρα.
Το
δεύτερο σακί το ’στρωσε στο χώμα.
— Καθίστε εδώ, μωρέ, είπε στα δίδυμα.
Κι εκείνα κάθισαν, κουρνιασμένα μέσα στον ήχο του αέρα, που όλο δυνάμωνε.
Οι
πρώτες αστραπές έσκισαν τον ουρανό, ακολουθούμενες από σιγανά, προμηνύοντα
μπουμπουνητά. Ο Χάρης όλο και απομακρυνόταν, ψάχνοντας τις πιο στεγνές, τις
«καλές» βουνιές, ενώ ο Λαζαράκος κάθισε μαζί με τα δίδυμα, να τα προσέχει, όπως
τον είχε βάλει η μάνα.
Τότε
φάνηκε από μακριά ο θείος ο Γιάννης, με το στιβαρό περπάτημά του, να
κατηφορίζει από τη μεριά της φλέβας. Ήταν τσομπάνος, με κοπάδι μεγάλο και
τσαρδάκι.
—
Αδερφή! φώναξε, κουνώντας το χέρι του.
Μα
πριν προλάβει να πλησιάσει, μια λάμψη εκτυφλωτική άστραψε και
σχεδόν ταυτόχρονα ένας κρότος, δυνατός σαν κανονιά, τάραξε τα παιδιά. Τα δίδυμα
πετάχτηκαν πάνω ουρλιάζοντας, ο Λαζαράκος τα μάζεψε όπως όπως, κι όλοι μαζί το
’βαλαν στα πόδια για το σπίτι. Ο Χάρης, που τον έκανε να ανατριχιάσει ο κρότος,
έτοιμος να φύγει κι αυτός, στάθηκε για ένα δευτερόλεπτο και δεν ήξερε προς τα
πού. Κι έτσι, σχεδόν από τύχη, έμεινε με τη μάνα.
Ο
Γιάννης έφτασε κοντά, χαιρέτησε, χάιδεψε τον μεγάλο ανιψιό στο κεφάλι και είπε:
— Χαριλάκο… η σκύλα μου γέννησε τρία χταβάκια. Θες να πάρεις ένα;
Η
μάνα άνοιξε το στόμα της να πει «άσε τώρα μ’ αυτά», αλλά ο Χάρης δεν περίμενε:
— Το θέλω!
Η
βροχή άρχισε να πέφτει σε χοντρές, αδέξιες ψιχάλες. Ο Γιάννης έστριψε για το
τσαρδί κι η μάνα φόρτωσε τα σακιά στην πλάτη, κι ο Χάρης, λες και είχε ξεχάσει
τη μπόρα, χοροπηδούσε από χαρά μπροστά.
Το
επόμενο πρωί, στην κανίστρα, βρήκε το χταβάκι. Ήταν ένα κουβάρι ασπρόμαυρων,
μαλακών τριχών, παχουλό και κεφάτο αλλά και τρομαγμένο από τη μοναξιά. Έσκουζε
ασταμάτητα. Ο Χάρης το πήρε στην αγκαλιά του, του ζέστανε το σώμα με τις
παλάμες του και του έφερε μια μψούρα γεμάτη γάλα. Το σκυλάκι γύριζε το κεφάλι
πέρα-δώθε, ψάχνοντας τη μάνα του. Μα στο τέλος, κουρασμένο, βύθισε τη γλώσσα
του στο γάλα και άρχισε να πίνει.
Η
μάνα παρακολουθούσε από την πόρτα με το ένα χέρι στη μέση και τ’ άλλο στο
κατώφλι.
— Θα σε βρει δουλειά αυτό το χταβάκι, του είπε, μα ο Χάρης δεν άκουγε, ήταν όλος
ένα χαμόγελο.
Ο
πατέρας γύρισε το μεσημέρι. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που έφευγαν συχνά,
αλλά γύριζαν πάντοτε με μια ιδέα, μεγάλη ή μικρή, αδύνατη ή παράξενη. Ακουγόταν
η φωνή του μόλις έμπαινε στην αυλή.
—
Σταματήστε! φώναζε στα παιδιά που έτρεχαν. Λέμε να χτίσουμε αχυρώνα! Ψηλό… σαν
το σπίτι. Αύριο-μεθαύριο μπορεί να το χρησιμοποιήσει κι ένας από σας.
Η
μάνα έγνεφε αρνητικά.
— Θα μας κοστίσει, άνθρωπέ μου.
Κι η γιαγιά, από την άκρη του δωματίου:
— Θα μπεις σε βάσανα, παιδί μ'…
Αλλά
εκείνος είχε ήδη αποφασίσει.
Ο
Λαζαράκος έτρεξε πρώτος κοντά του.
— Μπαμπάκα, πήραμε χταβάκι!
Ο
πατέρας χαμογέλασε, μαλάκωσε το βλέμμα του.
— Το είδα, βρε παιδί μ’. Ένα τέτοιο είχα κι εγώ μικρός. Ε, μάνα; Το θυμάσαι;
Γκέκα το φωνάζαμε.
Και
σαν να ήταν αυτή η πιο φυσική συνέχεια του κόσμου, έτσι βαφτίστηκε κι αυτό:
Γκέκας.
Από
εκείνη τη στιγμή, το χταβάκι δεν έμεινε ποτέ μόνο. Τα παιδιά το κουβαλούσαν
αγκαλιά, το χάιδευαν, του μιλούσαν, κι ο μπέμπης, που δεν ήξερε να ξεχωρίζει
παιχνίδι από ζωντανό, το ’πιανε από το τομάρι και προσπάθησε μια-δυο φορές να
το βάλει στο στόμα του.
Ο
Γκέκας μεγάλωνε μέσα στο χαμόγελο των παιδιών και στη φασαρία του σπιτιού, κάτω
από τον ουρανό του Κόζιακα που άλλοτε μούγκριζε κι άλλοτε γέλαγε. Κι εκείνο το
απόγευμα της μπόρας, που όλα άρχισαν μέσα στη μυρωδιά της βροχής, έμελλε να
γίνει για τον Χάρη η πρώτη σοβαρή ανάμνηση: η μέρα που ένα σκυλί μπήκε στη ζωή
τους, όπως μπαίνει ένα δώρο απρόσμενο, ξαφνικό, τρυφερό και γεμάτο υποσχέσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου