Μια
φορά κι έναν καιρό, τον παλιό καλό καιρό, ήρθε στο Βαλτινό ένας άντρας
καλοντυμένος, με καπέλο λοξό και μπαστούνι με ασημένια λαβή. Τον έλεγαν Αργύρη,
μα κανείς δεν ήξερε από πού ήρθε.
Στάθηκε
στην πλατεία, εκεί που καθόταν ο γερο-Θανάσης και ο καφετζής Βασίλης, και με
φωνή βροντερή είπε:
–
Χωριανοί, θα αγοράζω αλεπούδες, χίλιες δραχμές τη μία!
Όλοι
κοίταξαν απορημένοι. Τι τις ήθελε ο άνθρωπος τόσες αλεπούδες; Αλλά κανείς δεν
ρώτησε. Οι χωρικοί ήξεραν πως στο δάσος του Λόγκου και της Παναγίας
κυκλοφορούσαν πολλές αλεπούδες.
Έτσι
άρχισαν να τις κυνηγούν. Ο Μήτσος ο κυνηγός, ο Σπύρος ο βοσκός, ακόμα και η
Μαρία που πήγαινε κάθε μέρα για λάχανα, έστηναν παγίδες με τυρί και κομμάτια
ψωμί. Σε λίγες μέρες, το κάρο του Αργύρη γέμισε από αλεπούδες που τσίριζαν
θυμωμένες, κι εκείνος πλήρωνε χίλιες δραχμές τη μία, όπως είπε.
Όμως
οι αλεπούδες λιγόστεψαν. Οι χωρικοί βαρέθηκαν να ψάχνουν, γύρισαν πάλι στα
κτήματά τους, να οργώνουν και να ποτίζουν τα σπαρτά τους. Μα να σου πάλι ο Αργύρης
στην πλατεία:
–
Χωριανοί, τώρα θα αγοράζω αλεπούδες πέντε χιλιάδες δραχμές τη μία!
Τους
φάνηκε καλή και συμφέρουσα δουλειά. Οι χωρικοί ξαναπήραν τα σκοινιά, έβαλαν
δολώματα, κυνηγούσαν νύχτες και μέρες μέσα στα βάτα, στις καλαμιές και στα
ρέματα. Έπιασαν όσες ακόμα είχαν μείνει. Πάλι γέμισε το κάρο του Αργύρη.
Και
πάλι, κάποια στιγμή, αλεπού δεν υπήρχε πια ούτε για δείγμα στο χωριό. Τα σκυλιά
των βοσκών ούρλιαζαν στα σκοτάδια, αλλά ουρά αλεπούς δεν φαινόταν πουθενά.
Ο
Αργύρης τότε ξαναβγήκε με το καπέλο του λοξό:
–
Θα αγοράζω αλεπούδες για 30 χιλιάδες δραχμές τη μία! Καταλαβαίνω πως είναι λίγες, μα θα
πληρώσω καλά!
Οι
χωρικοί άφησαν τα χωράφια, τα αλέτρια, ακόμα και τις γιορτές για να ψάξουν για
αλεπούδες. Βρήκαν λίγες ακόμα, τις τελευταίες, με ουρές ξεθωριασμένες και μάτια
κουρασμένα από το κυνηγητό, και τις έδωσαν στον Αργύρη, που τις αγόρασε χωρίς
πολλά λόγια.
Μια
μέρα, ο Αργύρης ανέβηκε πάνω σε μια πέτρα στην πλατεία και φώναξε:
–
Χωριανοί, τώρα η τιμή θα ανέβει! Πενήντα χιλιάδες δραχμές τη μία! Μα πρέπει να φύγω για
την πόλη για δουλειές. Μέχρι να επιστρέψω, την αγορά θα την αναλάβει ο βοηθός
μου, ο Σταύρος.
Ο
Σταύρος ήταν νεαρός, με γέλιο φωτεινό και κομπολόι που το γύριζε νευρικά στα
χέρια του. Φώναξε τους χωρικοί στο στάβλο που είχε γεμίσει αλεπούδες και τους
είπε:
–
Κοιτάξτε, ο Αργύρης μάζεψε εδώ μέσα τις αλεπούδες, και θα σας τις πουλήσω για
35 χιλιάδες δραχμές τη μία. Όταν γυρίσει, τις πουλάτε για 50 χιλιάδες δραχμές τη μία και βγάζετε
κέρδος!
Οι
χωρικοί ξαφνιάστηκαν. Στριμώχτηκαν μεταξύ τους, έβγαλαν πουγκιά και
κουμπαράδες, πήραν δανεικά, άλλοι πούλησαν κατσίκια, άλλοι άδειασαν τις
οικονομίες που φύλαγαν για να παντρέψουν τις κόρες τους, κι αγόρασαν όλες τις
αλεπούδες από τον Σταύρο.
Και
περίμεναν.
Μέρα
περνούσε, νύχτα περνούσε. Ο Αργύρης δεν φαινόταν. Ο Σταύρος εξαφανίστηκε. Οι
χωρικοί έμεναν στην πλατεία με τις αλεπούδες δεμένες με σκοινιά, κι εκείνες
πεινούσαν και ξέφευγαν, έτρωγαν τις κότες και τα σταφύλια από τις αυλές,
σκόρπιζαν τα ζυμωμένα καρβέλια που στέγνωναν στα παραθύρια.
Τότε
κατάλαβαν.
Ο
γερο-Θανάσης έβαλε το μπαστούνι στο χώμα και είπε με βαριά φωνή:
–
Μας γελάσανε, χωριανοί. Πουλήσαμε τις ψυχές μας για λίγες δραχμές και πήραμε
πίσω αλεπούδες που δεν τις θέλει κανείς.
Και
μια αλεπού, με μάτια φωτεινά σαν δυο μικρά φεγγάρια, τον κοίταξε και κούνησε
την ουρά της. Ύστερα έτρεξε στο σκοτάδι, αφήνοντας πίσω της τον αέρα να μυρίζει
χώμα και φως, θυμίζοντας στους χωρικούς πως το δάσος ανήκει στις αλεπούδες, και
πως το κέρδος δεν γεμίζει την καρδιά όπως η γαλήνη.
Από
τότε, οι Βαλτσινιώτες έμαθαν να μην πιστεύουν εύκολα τον κάθε ξένο που τους
τάζει εύκολο κέρδος. Έμαθαν να μετρούν την αξία όχι με τις δραχμές, μα με τον
κόπο και την αλήθεια της ψυχής τους. Και λένε ότι τις νύχτες, όταν το φεγγάρι
φωτίζει το Βαλτινό, φαίνεται καμιά φορά η σκιά του Αργύρη
να τριγυρίζει στις άκρες του Λόγκου, ψάχνοντας τις αλεπούδες που έμαθαν ξανά να
τρέχουν ελεύθερες.
Και
όταν βλέπουν μια αλεπού να στέκει αγέρωχη στις καλαμιές, οι παππούδες λένε στα
εγγόνια τους:
– Πρόσεχε, μικρέ. Μη γίνεις σαν τον Αργύρη, που πούλησε τον λόγο του για λίγες δραχμές, κι έπειτα χάθηκε. Μάθε να σέβεσαι το δάσος και την αλεπού, γιατί η αληθινή αξία δεν μετριέται με λεφτά.
Κι
έτσι, το Βαλτινό θυμάται πάντα εκείνη την ιστορία, κάθε φορά που κάποιος
υπόσχεται πλούτη γρήγορα, για να θυμίζει στους ανθρώπους πως τα πιο πολύτιμα
πράγματα στη ζωή είναι εκείνα που δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε να πουλήσεις.
Γιατί
στο τέλος, εκείνος που κυνηγάει το κέρδος, αν δεν προσέξει, κυνηγάει τον εαυτό
του.
Και
αν δεν προσέξει ακόμα περισσότερο, μπορεί να καταλήξει να αγοράζει τις ίδιες
του τις αλεπούδες, πιστεύοντας πως αγοράζει τον ίδιο τον πλούτο.
Κι
έτσι, έζησαν αυτοί καλά, κι έμαθαν να προσέχουν, κι οι αλεπούδες καλύτερα,
τρέχοντας ξανά ελεύθερες στα δάση του Βαλτινού, εκεί που οι άνθρωποι σιγά σιγά
έμαθαν να μη μετρούν την ελευθερία με λεφτά.
%CF%87%CF%872.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου