Κάτω από τον μονολεκτικό αυτόν τίτλο αναπτύσσεται ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Άρη Δικταίου (Κώστα Κωνσταντουδάκη 1919-1983). Χρυσές ανταύγειες καλαμποκιών, νεανικές αγάπες απαγορευμένες, ατμοί μνήμης και πόνου και η κούραση του να θυμάσαι. «Σαν σπυρί καλαμποκιού ήταν το φεγγάρι», λέει ο ποιητής, κι η νύχτα της μνήμης ασημόφεγγε μέσα στις φυτείες του καλαμποκιού, όταν πήγε να τον βρει η αγάπη κι ύστερα έπεσε η άλλη νύχτα που «δεν περιμένει καμιάν αυγή». «Ο χρόνος μακρύς, σταχτής και κίτρινος», ξαναλέει ο ποιητής και γυρίζει πάντα στη στιγμή που μέσα στο φούντωμα του καλαμποκιού άστραψε το φονικό μαχαίρι. Ύστερα χαμένα χέρια, σκονισμένα μάτια, βήματα βαριά που σπάζανε τα καλαμπόκια, σπάζουν ακόμα όλα τα καρέ της θύμησης. Κι αργότερα, στο θλιβερό παρόν, όταν τα νέα παιδιά θα διαβάζουν τους στίχους αυτούς, σκέφτεται ο ποιητής, θα ψάχνουν να βρουν ποιος ήταν αυτός που τα καλαμπόκια τον έκρυψαν για πάντα. Σαν μέσα σε θρήνο ο ποιητής αναθυμάται, ενώ τα καλαμποχώραφα ωριμάζουν επώδυνα πάντα κοντά στα πηγάδια, όπου μισότρελα απ’ τις μύγες και τον ήλιο γαϊδουράκια υποφέρουν τα δεινά της ύπαρξής τους. Ναι, η μνήμη θαμπώνει μπροστά στα σκοίνα και τις καλαμιές. Οι στίχοι του ποιήματος γίνονται μαχαίρια και με την ανάγνωση συνεχίζουν να σπάζουν ακόμα ατελείωτες κίτρινες καλαμιές. Αναζητήστε το.
Του
Ηλία Κεφάλα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου