Ήμουν
εκεί, στο πίσω μέρος της αυλής, όταν η αγελάδα άρχισε να γεννάει. Η μάνα μου
στεκόταν δίπλα της, ήρεμη, με τα μανίκια σηκωμένα, τα χέρια της έτοιμα να
βοηθήσουν. Ο ήλιος μόλις έλουζε με φως τα χωράφια και η πρωινή δροσιά έκανε το
χώμα να μυρίζει υγρή γη και άχυρο.
Η
μάνα έπιασε απαλά τα μικρά ποδαράκια του μοσχαριού, τα τράβηξε σιγά-σιγά, και
το μικρό σώμα γλίστρησε έξω στη ζωή. Η αγελάδα ανασήκωσε το κεφάλι της, το
κοίταξε με τα μεγάλα, βελούδινα μάτια της και άρχισε να το γλείφει, να το
καθαρίζει από τα υγρά, να του δίνει την πρώτη της αγάπη. Το μικρό, ακόμη γεμάτο
από τη μυρωδιά της μήτρας, προσπαθούσε να σταθεί. Τα ποδαράκια του έτρεμαν,
λύγιζαν, και εκείνο έπεφτε, ξανασηκωνόταν, παραπατούσε σαν να χόρευε έναν χορό
της γέννησης, μέχρι που, ξαφνικά, στάθηκε όρθιο. Η μάνα μου χαμογέλασε, και η
αγελάδα έσκυψε το κεφάλι της, το έσπρωξε γλυκά προς το στήθος της. Μόλις το
μοσχαράκι βρήκε τη ρώγα, άρχισε να θηλάζει με όρεξη, κουνώντας την ουρά του από
χαρά, στέλνοντας γύρω του μια αίσθηση νίκης, μια αίσθηση ότι η ζωή, πάλι,
κέρδισε.
Λίγο
πιο πέρα, στην αυλή, η κλώσα είχε βγάλει βόλτα τα μικρά κλωσσόπουλα. Τα έβλεπα
να τρέχουν γύρω της, κατακίτρινα και χνουδωτά, σαν μικρές ηλιαχτίδες που
περπατούσαν στη γη. Εκείνη άνοιγε τα φτερά της και τα μάζευε κοντά της όταν
ένιωθε πως κάτι τα απειλούσε. Όταν περνούσε ο φόβος, έκραζε γλυκά, κι εκείνα,
ένα-ένα, έβγαιναν από την αγκαλιά της, τσιρίζοντας χαρούμενα, μαθαίνοντας να
τσιμπολογούν το χώμα, να βρίσκουν σπόρους και μικρά έντομα.
Η
κλώσα ήταν δασκάλα και φύλακας μαζί, και ήξερε να δείχνει τον δρόμο χωρίς να
φωνάζει, να κάνει συναγερμό για να μάθουν να κρύβονται, και μετά να τα
ενθαρρύνει να τρέξουν πάλι στο φως. Σκεφτόμουν πως έτσι πρέπει να είναι κι οι
άνθρωποι, έτσι πρέπει να είναι οι γονείς: να μαθαίνουν στα παιδιά τους τον
κίνδυνο, αλλά να τους ανοίγουν και τον δρόμο για να πετάξουν, να τα αφήνουν να
ανακαλύψουν τη ζωή, κρατώντας την αγκαλιά τους πάντα ανοιχτή, χωρίς να υψώνουν
το δάχτυλο, μόνο με την παρουσία τους, με την αγάπη που όλα τα θεραπεύει.
Τα
ξημερώματα, άκουγα τα αηδόνια στο χωριό να τραγουδούν. Ήταν σαν μικροί
τροβαδούροι της αυγής. Το κελάηδισμά τους, άλλοτε γλυκό κι άλλοτε δυνατό,
άλλαζε μελωδίες, γέμιζε την αυλή, έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και με ξυπνούσε με
τον πιο τρυφερό τρόπο. Και κάθε φορά που τα άκουγα, θυμόμουν πως η ζωή, ακόμη
κι όταν είναι δύσκολη, έχει πάντα στιγμές που σε γεμίζουν ελπίδα, όπως το πρώτο
βήμα ενός μοσχαριού, όπως το τσίριγμα χαράς των κλωσσόπουλων, όπως το τραγούδι
ενός μικρού πουλιού που δεν σταματά ποτέ να τραγουδάει, ακόμη κι όταν ο κόσμος
γύρω του σιωπά.
Κι
ίσως να είναι αυτό το πιο μεγάλο μάθημα που παίρνει κανείς ζώντας κοντά στη
φύση: ότι η ζωή συνεχίζεται, ακόμη και μέσα από τις πιο μικρές χαρές, κι ότι
πρέπει να μάθουμε να στεκόμαστε όρθιοι, όπως εκείνο το μοσχαράκι, να βρίσκουμε
τη δική μας φωνή, όπως το αηδόνι, και να μαθαίνουμε να ανοίγουμε φτερά, όπως τα
μικρά κλωσσόπουλα, χωρίς φόβο, με την καρδιά γεμάτη αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου