Παραμονή
Πρωτοχρονιάς κι η μάνα από τη χαραυγή είχε πιάσει δουλειά. Ζύμωσε την
παραδοσιακή κουλούρα κι από το ίδιο ζυμάρι έφτιαξε επάνω της ολόκληρη την
οικογένειά μας. Πρώτα την αγελάδα, έπειτα τον ζυγό και το αλέτρι, τον πατέρα να
το κρατάει και πίσω του τη μάνα με το χέρι απλωμένο να σπέρνει. Πιο πίσω, εμείς
τα παιδιά. Σαν αληθινή καλλιτέχνης, μας πέτυχε όλους. Κοιτούσα τα σχέδια και
θαρρούσες πως ζωντάνευαν.
Όταν ψήθηκε η κουλούρα, την άφησε να
κρυώσει. Την τύλιξε σε ένα άσπρο καρεδάκι, κεντημένο από τα χέρια της με μικρά
λουλουδάκια, και πήγε στον αχυρώνα. Το έθιμο ήθελε να την ακουμπήσει στα κέρατα
της αγελάδας και με μια γερή κίνηση να τη σπάσει στη μέση. Ήταν για να πάει
καλά η χρονιά, για ανθρώπους και ζωντανά. Ύστερα την έφερνε στο σπίτι και τη
μοιραζόμασταν, λέγοντας «καλή χρονιά» στο σπιτικό μας.
Εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς,
είχαμε μαζευτεί έξω. Δεν παίζαμε, μιλούσαμε ασταμάτητα για τον Άγιο Βασίλη. Τα
κορίτσια θέλαμε κούκλες, τα αγόρια μπάλες, μηχανάκια, παπούτσια. Ό,τι μας
έλειπε, ό,τι ονειρευόμασταν.
Το μεσημέρι, γύρισα σπίτι και
ρώτησα τη μάνα με αγωνία:
«Λες φέτος να μην τον διώξουν πάλι τα σκυλιά τον Άγιο Βασίλη;»
«Θα τα δέσει καλά ο πατέρας σου», μου είπε. «Κι όταν έρθει, θα του πω να πάει
να πάρει καινούργιο άλτσο».
Είχαμε δύο μεγάλα λυκόσκυλα, άγρια,
φύλακες του σπιτιού. Το σπίτι μας ήταν το τελευταίο του χωριού, έξω στα
τριφυλλοτόπια. Γύρω χωράφια, σκοτάδι, κρύο. Τότε υπήρχαν κλέφτες, πεινασμένος
κόσμος, και τον χειμώνα κατέβαιναν και λύκοι, αλεπούδες, ζλάπια.
Όταν νύχτωσε, ρώτησα τον πατέρα:
«Τα έδεσες καλά τα σκυλιά;»
«Τα έδεσα με χοντρή αλυσίδα. Μη φοβάσαι».
Καθόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα
τον ουρανό, μήπως δω το έλκηθρο.
«Έλα να κοιμηθείς», είπε η μάνα. «Αν δεν κοιμηθείς, δεν έρχεται ο Άγιος
Βασίλης».
«Θα ξέρει σε ποιο δωμάτιο να πάει;»
«Στο καλό μας δωμάτιο. Κοιμήσου».
Το πρωί ξύπνησα από τον θόρυβο. Η
μάνα άνοιγε φύλλα για τη βασιλόπιτα, θα έβαζε μέσα το δίφραγκο, το καλαμπόκι,
το φασόλι και το κλίμα. Έτρεξα στο καλό δωμάτιο. Κοίταξα γύρω μου. Τίποτα.
Κανένα δώρο. Ούτε κάτω από το τραπέζι.
Άρχισα να κλαίω με όλη μου τη
δύναμη. Φώναζα, γιατί δεν ήρθε. Γιατί; Ο πατέρας με πήρε αγκαλιά. Όταν ηρέμησα,
μου είπε:
«Τα παλιόσκυλα έκοψαν πάλι τον άλτσο και κυνήγησαν τον Άγιο Βασίλη. Του φώναζα
να γυρίσει πίσω, μα αυτός τρόμαξε κι έφυγε».
Τότε ακούστηκαν φωνές απ’ έξω. Η
γειτόνισσα με τα δυο της αγόρια. Το ίδιο είχαν πάθει κι εκείνοι. Ο πατέρας είπε
την ίδια ιστορία. Τα παιδιά έφυγαν απογοητευμένα, πιστεύοντας πως ο Άγιος
Βασίλης είναι φοβιτσιάρης.
Τον ρώτησα αργότερα:
«Και γιατί στης Ευθυμίας πάει κάθε χρόνο;»
«Πάει από τον άλλο δρόμο», μου είπε. «Δεν τον βλέπει το σκυλί μας».
Τι να μας έλεγαν οι γονείς μας;
Χρήματα δεν υπήρχαν. Σε όλο το χωριό λίγα παιδιά έπαιρναν δώρο. Σε εμάς, δεν
ήρθε ποτέ. Κι έτσι, σιγά σιγά, στο σπίτι μας το είχαμε πάρει απόφαση.
Δεν τον περιμέναμε πια τον Άγιο Βασίλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου