Και
τέλος, η Λουκία (μετά από τις τρεις προηγούμενες αναρτήσεις).
Όχι σε γιορτινό τραπέζι, ούτε μπροστά σε κεράκια, αλλά στον αυλόγυρο του
πατρικού της σπιτιού στο Βαλτινό, εκεί όπου ο χρόνος δεν γιορτάζεται, παρά
ψιθυρίζεται.
Ζει στη Φλώρινα, στις Πρέσπες, σε τόπο
νερών και συνόρων, μα η επιστροφή της στο χωριό δεν είναι μετακίνηση στον χώρο,
είναι κάθοδος στη μνήμη. Στη φωτογραφία τη βλέπουμε να στέκει ήσυχα, με κάτι
από τη γαλήνη εκείνων που δεν βιάζονται να μιλήσουν. Κρατά λίγους καρπούς στα
χέρια της, σαν μικρά αποδεικτικά ότι η γη ακόμη θυμάται όσους την αγάπησαν.
Ο αυλόγυρος είναι το πρώτο σύμπαν. Εκεί
όπου παίχτηκαν τα παιδικά παιχνίδια, ειπώθηκαν οι πρώτες φωνές, χαράχτηκαν οι
πρώτες απουσίες. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα παλιά ξύλα στοιβαγμένα στην άκρη,
δεν είναι φθορά, είναι ίχνη ζωής. Και η Λουκία τα κοιτά όχι με νοσταλγία βαριά,
αλλά με εκείνη τη λεπτή συγκίνηση που μοιάζει με ευγνωμοσύνη.
Αναζητά μνήμες, όχι για να επιστρέψει σε
αυτές, αλλά για να επιβεβαιώσει ότι υπάρχουν. Ότι η παιδική ηλικία δεν χάνεται,
απλώς περιμένει σε έναν αυλόγυρο, κάτω από ένα δέντρο, μέσα σε μια μυρωδιά
χώματος. Κι ότι, όσο μακριά κι αν ζεις -ακόμη και στις άκρες της χώρας- υπάρχει
πάντα ένας τόπος που σε αναγνωρίζει χωρίς να σε ρωτά.
Αν
ο Αχιλλέας στάθηκε όρθιος στο παρόν και η Ντίνα έσβησε ένα ερωτηματικό για τον
χρόνο, η Λουκία κάνει κάτι άλλο, εξίσου γενναίο:
σκύβει λίγο προς τα πίσω.
Και μέσα σε αυτή τη σιωπηλή κίνηση, ο αυλόγυρος του Βαλτινού γίνεται ξανά
σπίτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου