Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η Θημωνιά και το Πένθος (Του Χάρη Αγγελή)

Πριν ακόμη σηκωθεί ο ήλιος πάνω από το Ζευγαρολίβαδο, ο πατέρας και η μάνα άρχισαν τη δουλειά. Με το τσαπί και με το φτυάρι έκοβαν τα ασπράγκαθα κι έγδερναν τα χορτάρια, ώσπου φανερώθηκε ένα στρογγυλό κομμάτι γης, λείο σαν παλάμη. Εκεί θα γινόταν το αλώνι, κι επάνω στο γυμνό του χώμα θα υψωνόταν, λίγο αργότερα, η θημωνιά. Το ξεγύμνωναν επίτηδες, ήθελαν στο τέλος του αλωνισμού να μαζέψουν με ευκολία τα χρυσά σπόρια που θα σκορπίζονταν από τα στάχυα.

Λίγο παρακάτω, οι δύο μπατζανάκηδες έζευαν τις γελάδες, τη Λιάρα και την Καράσω. Οι γυναίκες τους, αδερφές μεταξύ τους, ετοίμαζαν τα φκούλια, τα μεγάλα πιρούνια που καρφώνονταν γερά στα δεμάτια. Όλοι μαζί, με αρμονία που μόνο η καθημερινή κόπωση διδάσκει, άρχισαν να μεταφέρουν τα ολόχρυσα δεμάτια από το χωράφι στο κάρο. Οι τρεις εργάτες από κάτω τα σήκωναν με τα φκούλια και τα έδιναν στον τέταρτο, που τα στοίβαζε προσεκτικά στην πλατφόρμα. Μόλις το φορτίο ολοκληρωνόταν, το έδεναν σφιχτά με την αμαξοτριχιά κι οι αγελάδες τραβούσαν το κάρο προς το αλώνι.

Εκεί, οι γυναίκες ξεφόρτωναν ξανά τα δεμάτια, κι οι άντρες τα τοποθετούσαν στη σειρά, με τα στάχυα προς τα μέσα και τα κοτσάνια έξω, για να μην τα φτάνουν τα ζώα. Έπειτα άρχιζαν το χτίσιμο της θημωνιάς, δεμάτι πάνω στο δεμάτι, κι ύστερα στην κορυφή μια στρώση λοξή, σαν κεραμίδια σε στέγη, για να γλιστρούν τα νερά της βροχής και να μένει όμορφο το σχήμα.

Μέσα σε μια εβδομάδα, το Ζευγαρολίβαδο άλλαξε όψη. Γέμισε θημωνιές, μικρές και μεγάλες, άλλες κολλητά η μία με την άλλη κι άλλες μοναχικές, σαν ξωκλήσια μέσα στο χορτάρι. Όλες μαζί σχημάτιζαν έναν παράδεισο για τα παιδιά. Αγόρια και κορίτσια ξεχύνονταν ανάμεσά τους και έπαιζαν κρυφτό, βουτώντας μέσα στα μοσχοβολιστά στάχυα.

Όλα τα παιδιά, εκτός από τον Μάκη.

Ο Μάκης δεν θα ξανάπαιζε, δεν θα ξαναγελούσε, δεν θα περπατούσε πια σ’ εκείνον τον τόπο. Ήταν στην ηλικία του Χάρη, κι όμως η ζωή του τελείωσε ξαφνικά, κάτω από τις ίδιες ρόδες που μετέφεραν τον καρπό της χρονιάς. Καθόταν με τον πατέρα του στο μπροστινό μέρος του κάρου, σε μια φωλιά κάτω από τα δεμάτια, κι είχε πιαστεί από τα ηνία, οδηγώντας τις γελάδες σαν μεγάλος. Ο πατέρας του καμάρωνε που το παιδί του είχε γίνει βοηθός, ένιωθε πως μεγάλωνε σωστά, όπως όλα τα παιδιά που προορίζονται να γίνουν άντρες της γης.

Μα εκείνο το ατέλειωτο τράνταγμα, καθώς περνούσαν από μια βαθιά λακκούβα, ξέφυγε από τον έλεγχο. Το φορτίο ανασηκώθηκε, ο μικρός παρασύρθηκε, κι έπεσε. Οι ρόδες του κάρου συνέχισαν τη διαδρομή τους, αλύπητες. Όταν ο πατέρας συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, ήταν ήδη αργά.

Το χωριό βυθίστηκε στο πένθος. Ο θρήνος της μάνας του Μάκη έκανε όλες τις μανάδες να αναριγήσουν, κάθε λυγμός της ήταν μαχαίρι στις καρδιές τους. Οι πατεράδες σκυθρώπιασαν, κι εκείνα τα παιδιά που μέχρι τότε σκαρφάλωναν στα κάρα και τα θεωρούσαν παιχνίδι, τώρα, μόλις τα έβλεπαν στον δρόμο, κρύβονταν έντρομα στις ρούγες.

Ο Χάρης από κείνη τη μέρα μεγάλωσε απότομα. Σκεφτόταν πόσο δίκιο είχε ο πατέρας του όταν τον συμβούλευε, να προσέχει τα αδέρφια του, να μην πλησιάζει τα ποτάμια, να μην περπατά ξυπόλητος στα χωράφια, να μη γυρνά καταμεσήμερο στα σοκάκια. Θυμόταν ακόμη τη φοράδα που τον είχε κλοτσήσει όταν ήταν μικρός και τον άφησε για ώρα αναίσθητο. Ίσως γι’ αυτό απέφευγε τα κάρα, ίσως γι’ αυτό δεν ήθελε άλογο στο σπίτι. Τώρα, μετά τον χαμό του Μάκη, όλα εκείνα τα φαινομενικά παράλογα «πρόσεχε» έβρισκαν το νόημά τους.

Κι όμως, παρά τη στενοχώρια, η ζωή στο χωριό έπρεπε να συνεχιστεί. Οι άνθρωποι όργωναν, αλώνιζαν, φρόντιζαν τα ζώα και τα σπίτια τους. Έπρεπε να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα δουν να γίνονται δικά τους στηρίγματα στα γεράματα. Γιατί έτσι κυλούσε πάντα ο κόσμος εκεί, με χαρές και λύπες, με θημωνιές και παιδικές φωνές, με κάρα που έφερναν τον καρπό της γης, κι άλλοτε, δυστυχώς, έπαιρναν μαζί τους έναν μικρό, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας