Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

«Το σπίτι που μύριζε γη» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Το σπίτι μας στο χωριό έστεκε εκεί, στην άκρη του δρόμου, σαν κουκούλι ζεστό για τις μέρες του χειμώνα και τις νύχτες που η βροχή μαστίγωνε τις κεραμίδες της στέγης. Δεν ήταν μεγάλο, μα για εμάς ήταν ολόκληρος ο κόσμος. Δύο υπνοδωμάτια, ένα μικρό χωλ, μια κουζίνα πιο στενή κι από διάδρομο, κι όμως μέσα του χώραγε μυρωδιές, φωνές, όνειρα και κουβέντες ψιθυριστές, δίπλα στη σόμπα.

Στο πρώτο δωμάτιο κοιμόμασταν όλοι μαζί. Εκεί βασίλευε η σόμπα, εκεί ζεσταινόταν η ψυχή μας. Τα δύο μεγάλα κρεβάτια ήταν πάντα στρωμένα με βαριά σκεπάσματα, που κάθε πρωί η μάνα δίπλωνε προσεκτικά πάνω στο μπαούλο. Εκεί μέσα φύλαγε τα «καλά» μας: πουκάμισα καθαρά, φουστάνια γιορτινά, ένα παλιό κουστούμι του πατέρα για το Πάσχα και τους γάμους. Το κιλίμι κάτω από τα πόδια μας, δικό της έργο στον αργαλειό, άπλωνε χρώματα στο πάτωμα: πεταλούδες που έμοιαζαν έτοιμες να πετάξουν και ρίγες σαν ρυάκια.

Το «καλό» δωμάτιο, όπως το λέγαμε, ήταν το στολίδι του σπιτιού. Μπαίναμε σπάνια, μόνο όταν είχαμε επισκέπτες ή μεγάλες γιορτές. Ένα μονό κρεβάτι στο πλάι, ένα τραπέζι στη μέση με το μεσάλι το δαμασκηνί, τα πιάτα και τα φλιτζάνια απείραχτα, λες και περίμεναν κάποιον σπουδαίο. Ο γιούκος στη γωνία έμοιαζε με λόφο από μάλλινα: κουβέρτες, σεντόνια, υφαντά όλα φτιαγμένα από τα χέρια της μάνας και κρυμμένα προσεκτικά κάτω από μια μυρωδιά ναφθαλίνης. Στα παράθυρα οι κουρελούδες φώναζαν με τα χρώματά τους πως εδώ μέσα ζούσε χαρά, ακόμα κι αν τα πράγματα ήταν λιγοστά.

Η κουζίνα… αχ, η κουζίνα μας! Στενή, χωρίς παράθυρο, μόνο μια τρύπα στον τοίχο, που το βράδυ η μάνα την έκλεινε με μια κουρελού για να μη μπουν τα ζλάπια. Εκεί, σ’ ένα μισοχαλασμένο τραπέζι, έτρωγαν οι γονείς μου ό,τι είχε απομείνει από το μεσημέρι. Στον πάγκο, τα πιάτα μας, ένα ταψί, η κατσαρόλα, το μπρίκι κι η γκαζιέρα, κι όλα έλαμπαν σαν ασημικά. Τα έτριβε η μάνα με σύρμα και σαπούνι, και μετά μαγείρευε τα πιο νόστιμα φαγητά. Κι όταν άνοιγε το καπάκι της κατσαρόλας, μοσχοβολούσε όλο το σπίτι, σαν να έμπαινε μέσα η άνοιξη.

Τα πρωινά, πριν καλά-καλά ανοίξουμε τα μάτια μας, εκείνη ήταν όρθια. Μας έντυνε, μας χτένιζε, κι ύστερα έτρεχε στα ζώα: τάιζε την αγελάδα, το γουρούνι, τις κότες. Κι όταν τελείωνε με όλα αυτά, δεν έβρισκε ανάπαυση. Έπιανε το ψηλό φουκάλι, σκούπιζε την αυλή με μια σκούπα από χόρτο που έφτιαχνε μόνη της, κι ύστερα άδειαζε το γκιούμι με νερό από την τουλούμπα για να καταβρέξει το χώμα. Τότε, η αυλή μας μοσχοβολούσε, μυρωδιά φρέσκου χώματος, νοτισμένου χορταριού και ήλιου που ανέβαινε σιγά πίσω από τα δέντρα.

Θυμάμαι που έπαιρνα το χώμα στα χέρια μου, το έπλαθα σε μικρά κουλουράκια, μόνο για να το μυρίζω. Ήταν σαν να έπλαθα ξανά το σπίτι μας, κόκκο τον κόκκο, για να μην το χάσω ποτέ. Γιατί το σπίτι μας, μικρό και φτωχικό όπως ήταν, είχε μέσα του όλα όσα χρειαζόμασταν: τη μάνα, τη θαλπωρή της σόμπας, το γέλιο που χανόταν μέσα στις κουρελούδες, τη μυρωδιά του φρεσκοπλυμένου κιλιμιού και της γης.

Κι όταν κάποτε έφυγα από εκεί, έμεινε πίσω του άδειο, μα εγώ, κάθε που γυρνάω με το μυαλό, το βλέπω ακόμα όπως τότε. Με τις πεταλούδες στο κιλίμι να πετούν, τη μάνα να σκουπίζει την αυλή και τον ήλιο να τρυπώνει μέσα από την τρύπα της κουζίνας, σαν ευχή που ποτέ δεν έσβησε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας