Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

«Το κουτί με τις εικόνες» (της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Στο παντοπωλείο του χωριού, που λειτουργούσε και ως καφενείο, μαζεύονταν οι άντρες κάθε απόγευμα. Ήταν ο τόπος συνάντησης, το «κέντρο αποφάσεων» του μικρού κόσμου μας. Έπαιζαν χαρτιά, όχι για λεφτά — μονάχα για ένα λουκούμι. Κέρδιζε κανείς; Το ‘λεγε με καμάρι. «Ένα λουκουμάκι, παρακαλώ!» και το κέρδος του αποκτούσε άλλη βαρύτητα όταν το μοιραζόταν με την οικογένειά του.

Ο πατέρας μου, τον χειμώνα που δεν είχε δουλειά, πήγαινε σχεδόν κάθε απόγευμα. Κι όταν γύριζε σπίτι με μισό λουκούμι, μάς το πρόσφερε σαν θησαυρό. «Κέρδισα δύο λουκούμια», έλεγε γελώντας, κι ας ήταν ένα κομμένο στη μέση. Μερικές φορές έφερνε και ολόκληρα — τα είχε αγοράσει — και τότε η χαρά μας ήταν διπλή: και γλυκό, και ιστορίες από το καφενείο.

Ένα βράδυ καλοκαιρινό, μάς ανακοίνωσε κάτι ασυνήθιστο: «Θα φέρει ο Γιώργος Μπαντόλιας μια συσκευή στο καφενείο… ένα κουτί που δείχνει εικόνες. Τηλεόραση τη λένε». Το είπε κι άστραψε το βλέμμα του σαν μικρού παιδιού.

Όλο το χωριό το ‘μαθε. Όταν έφτασε το πολυπόθητο κουτί, το παντοπωλείο γέμισε κόσμο. Καρέκλες στήθηκαν έξω, τραπέζια τοποθετήθηκαν στην αυλή, παιδιά, γυναίκες, άντρες — όλοι μαζεμένοι γύρω απ’ την τηλεόραση, που έμοιαζε σχεδόν μαγική. Ήταν μικρή, ασπρόμαυρη, αλλά μας μάγεψε.

Εκείνο το πρώτο βράδυ είδαμε τη σειρά Το τζίνι και η Τζίνι, με τα μαγικά και τα γέλια της. Και αργότερα οι μεγάλοι έβλεπαν Άγνωστο Πόλεμο, σιωπηλοί, σκυφτοί σχεδόν. Η τηλεόραση δεν ήταν πια απλώς ένα κουτί — ήταν παράθυρο στον κόσμο.

Σιγά σιγά, η «μαγεία» μεταφέρθηκε στα σπίτια. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που αγόρασε τηλεόραση. Η αυλή μας γέμισε παιδιά και γειτόνισσες, φίλους και συγγενείς. Μεγαλώσαμε σχεδόν όλοι μαζί, μια γειτονιά-οικογένεια. Η Λένα και η Λουκία, γειτονόπουλα, έρχονταν σχεδόν κάθε βράδυ. Βλέπαμε θρίλερ και καουμπόικα έργα, και μετά τις συνοδεύαμε μαζί με τον αδερφό μου στο σπίτι τους — φοβόντουσαν. Κι όταν γυρνούσαμε, τρέχαμε κι εμείς σαν παλαβοί από φόβο, λες και κάτι σκοτεινό παραμόνευε πίσω απ’ τις μουριές.

Η αγαπημένη μου σειρά ήταν Το μικρό σπίτι στο λιβάδι. Δεν την έχανα ποτέ. Με συγκινούσε αυτή η απλή ζωή, η αγάπη και η ενότητα της οικογένειας. Οι γονείς που αγαπούσαν τα παιδιά τους, τα στήριζαν, κουβέντιαζαν, έλυναν τα προβλήματά τους με αγκαλιές και κουβέντα. Ήταν το δικό μου όνειρο αυτό. «Τέτοια οικογένεια θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω», έλεγα στις φίλες μου.

Κι η δική μας οικογένεια ήταν αγαπημένη. Οι γονείς μου εργάζονταν σκληρά, δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα. Φαγητό, ρούχα, ζέστη, χαμόγελα — όλα τα είχαμε. Η μάνα μας, μας μάθαινε να σεβόμαστε, να μη γελάμε με τα ελαττώματα των άλλων, να μην κλέβουμε, να μη χτυπάμε. «Αν κάνετε καμιά ζαβολιά και μου το πουν, θα γίνει χαμός», μας έλεγε. Κι εμείς ρωτούσαμε: «Κι αν μας χτυπήσουν εμάς;» – «Θα το πείτε σε μένα ή στη δασκάλα σας».

Μα εγώ, ήμουν λίγο ζωηρή. Αν με αδικούσαν, δεν το άφηνα έτσι. Έριχνα και καμιά... ψιλή. Μετά δεν με πείραζαν. Ήξεραν ότι δεν χαριζόμουν.

Όμως η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που πήρα από τους γονείς μου δεν ήταν ούτε το λουκούμι του πατέρα ούτε οι τηλεοπτικές σειρές. Ήταν οι αρχές τους. Οι συμβουλές τους. Η καθημερινή τους στάση. Ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Κι όπως περνούν τα χρόνια, όσο μεγαλώνω, τόσο πιο βαθιά καταλαβαίνω το μέγεθος αυτής της κληρονομιάς.

Σήμερα, όταν ακούω το γνώριμο ήχο του κουτιού που ανοίγει, θυμάμαι εκείνο το πρώτο καλοκαιρινό βράδυ στην αυλή του καφεπαντοπωλείου. Τότε που όλο το χωριό έγινε μια αγκαλιά γύρω από μια μικρή, ασπρόμαυρη τηλεόραση.

Και συγκινούμαι. Γιατί θυμάμαι πως κάποτε, η εικόνα δεν ήταν μόνο ό,τι έβλεπες στο γυαλί, αλλά ό,τι ένιωθες στη ψυχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας