Η προσευχή είναι από τα πιο
μυστικά και λεπτά φαινόμενα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μαζί με την εκφορά λέξεων∙
είναι και μια εσωτερική κίνηση, μια στροφή προς τα μέσα και ταυτόχρονα προς τα
άνω. Γεννιέται – συχνά– μέσα από την ανασφάλεια, τον φόβο, την αγωνία του
ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο, στο αβέβαιο, στο τραγικό στοιχείο της ζωής.
Όποιος προσεύχεται, το κάνει ίσως επειδή νιώθει μικρός, ευάλωτος, αδύναμος.
Πονά, φοβάται, ελπίζει. Θέλει να πιστέψει ότι δεν είναι μόνος. Έτσι, απλώνει το
χέρι – ή καλύτερα την ψυχή – όπως ο ναυαγός ρίχνει το βλέμμα στον ορίζοντα,
αναζητώντας ένα φως.
Κι όμως, μέσα σε αυτή την κίνηση απελπισίας κρύβεται ένας παράλληλος παλμός δύναμης. Η προσευχή είναι πράξη ενεργητική: ο προσευχόμενος δεν παραιτείται, δεν βυθίζεται στην αδράνεια∙ αγωνίζεται να επικοινωνήσει με το θείο, να ξεπεράσει τα όρια του εαυτού του, να συμμετάσχει σε μια διάλογη σχέση, έστω κι αν η απάντηση δεν έρθει ποτέ με λόγια. Αντλεί απ’ αυτό τον αγώνα μια παράξενη αντοχή: η προσευχή δεν είναι μόνο το αίτημα, είναι και μια εσωτερική άσκηση, μια αυτοϋπέρβαση. Στη ρίζα της προσευχής συναντιούνται η απελπισία και το κουράγιο, όπως συναντιούνται η νύχτα και η αυγή σε μια λεπτή, αόρατη γραμμή.
«Η προσευχή του ακροβάτη»
Το τραγούδι «Η προσευχή του
ακροβάτη» της Αγαθής Δημητρούκα, σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι, δεν είναι
απλώς μια θρησκευτική επίκληση. Είναι ένας εσωτερικός μονόλογος· η εξομολόγηση
ενός ανθρώπου που ζει «επάνω στο σκοινί», προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα
στον φόβο και στην πίστη, στην απελπισία και στον πόθο για ελευθερία. Ο
«ακροβάτης» δεν είναι θεαματικός ήρωας – είναι ο καθένας μας, όταν νιώθουμε ότι
η ζωή μας είναι ρηχή και ζητάμε έναν βαθύτερο λόγο ύπαρξης. Μέσα από απλούς
αλλά φορτισμένους στίχους, το ποίημα δεν υμνεί τη βεβαιότητα αλλά την τίμια
αμφιβολία: την ανάγκη να βρούμε όχι έναν έτοιμο Θεό, αλλά «δικό μας» –
αληθινό, προσωπικό, βιωματικό.
Ακολουθεί η αναλυτική
προσέγγιση των στίχων:
Η προσευχή
του ακροβάτη
Κύριε, είναι ώρα
να βοηθήσεις μια ψυχή
δρόμο να βρει τώρα
η ζωή μου η ρηχή.
Δεν μπορώ να ζω αντίθετα
με Σένα, κι όπου σταθώ
μ’ άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα
βοήθεια Σου ζητώ.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω δικό μου Θεό.
Κύριε, δως μου θάρρος
το σκοινί να μην κοπεί
θέλω να ’μαι φάρος
που φωτίζει τη σιωπή.
Θέλω να πετάξω ελεύθερα
πιο πέρα κι απ’ το κενό
πράγματα μικρά και δεύτερα
δεν ξέρω ν’ αγαπώ.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω δικό μου Θεό.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω καινούργιο Θεό.
Ανάλυση του ποιήματος
Το ποίημα αποτελεί εξομολογητική προσευχή ενός
ανθρώπου σε οριακή υπαρξιακή κατάσταση. Ο ποιητικός ήρωας δεν είναι ένας
σίγουρος πιστός, αλλά ένας αναζητητής, ένας ακροβάτης, δηλαδή κάποιος που
ισορροπεί ανάμεσα:
στην πίστη και την αμφιβολία, στην ελπίδα και την απελπισία, στον ουρανό και στο κενό.
Η προσευχή του δεν είναι δογματική — είναι κραυγή για
αυθεντικότητα: ζητά έναν Θεό που να μπορεί πραγματικά να πιστέψει, έναν
Θεό «δικό του», «καινούργιο».
Στιχοι και συμβολισμοί
«Κύριε, είναι ώρα / να βοηθήσεις μια ψυχή / δρόμο να
βρει τώρα / η ζωή μου η ρηχή.»
Η αρχή είναι επίκληση σωτηρίας. Δεν ζητά θαύματα —
ζητά νόημα: «δρόμο». Παραδέχεται ότι η ζωή του είναι «ρηχή», δηλαδή
επιφανειακή, χωρίς βάθος. Αυτή η αυτογνωσία είναι το πρώτο βήμα λύτρωσης.
«Δεν μπορώ να ζω αντίθετα / με Σένα»
Εδώ ο Θεός συμβολίζει την αλήθεια ή την ηθική
συνείδηση. Ο ακροβάτης αισθάνεται ότι προδίδει τον ανώτερο εαυτό του.
«Είμαι ακροβάτης / και γυρεύω δικό μου Θεό.»
Ο κεντρικός στίχος. Ο ακροβάτης δεν απορρίπτει τον
Θεό, αλλά την τυφλή, επιβεβλημένη πίστη. Θέλει μια προσωπική, βιωματική σχέση
με το Θείο. Αυτό θυμίζει τη φράση του Νίτσε: «Ο Θεός πέθανε — αλλά πρέπει να
δημιουργήσουμε έναν νέο Θεό», δηλαδή να δώσουμε νέο νόημα στη ζωή.
«Κύριε, δως μου θάρρος / το σκοινί να μην κοπεί»
Το σκοινί = η ζωή, η ψυχική ισορροπία, η ελπίδα. Ο
ακροβάτης δεν ζητά να μην κινδυνεύσει. Ζητά να αντέξει. Είναι προσευχή
ψυχικού σθένους, όχι αδυναμίας.
«Θέλω να ’μαι φάρος / που φωτίζει τη σιωπή.»
Ο άνθρωπος αυτός δεν επιθυμεί απλώς να σωθεί — αλλά να
γίνει φως για άλλους. Δηλαδή να ζήσει όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά με
αποστολή.
«Θέλω να πετάξω ελεύθερα / πιο πέρα κι απ’ το κενό»
Πρόκειται για υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Ο
ακροβάτης δεν θέλει απλώς να σταθεί στο σκοινί — θέλει να το ξεπεράσει, να
πετάξει. Άρα ο στόχος του δεν είναι μόνο επιβίωση — είναι πραγματική ελευθερία.
«Πράγματα μικρά και δεύτερα / δεν ξέρω ν’ αγαπώ.»
Απόρριψη του συμβιβασμού. Ο ακροβάτης δεν μπορεί να
ζήσει χλιαρά. Είναι υπαρξιακά όλος ή τίποτα.
Συμπέρασμα
Το ποίημα της Δημητρούκα παρουσιάζει τον άνθρωπο ως ον
σε διαρκή ακροβασία, αλλά και με βαθύ πόθο εσωτερικής αλήθειας.
Δεν είναι απλώς θρησκευτικό· είναι υπαρξιακό
μανιφέστο:
Ο άνθρωπος δεν θέλει έναν Θεό έτοιμο, επιβεβλημένο,
αλλά έναν Θεό που να τον αφορά προσωπικά.
Δεν ζητά εύκολη σωτηρία, αλλά θάρρος για αυθεντική
ζωή.
Δεν θέλει απλώς να ισορροπεί — θέλει να πετάξει.
Ο «ακροβάτης» εδώ δεν είναι ο αδύναμος — είναι ο
γενναίος που ζει στην κόψη της αλήθειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου