Αρχές
Δεκέμβρη. Ο πάγος είχε απλώσει το αόρατο σεντόνι του πάνω στο χώμα και στα
χόρτα, στις πέτρες, στα λασπόνερα που έμεναν στις αυλακιές. Έβγαινα το πρωί και
πριν ακόμη ξεκινήσουν τα κοκόρια να λαλούν, πήγαινα να πατήσω την τσιάφη, να
ακούσω αυτό το κράτς που έσπαγε την ησυχία και μου θύμιζε γυαλιά που σπάνε,
πιάτα που γκρεμίζονται όλα μαζί, μια μουσική που δεν ήξερα πώς να την εξηγήσω,
μόνο που την άκουγα μέσα στο στέρνο μου.
Φορούσα
τις γαλότσες μου, εκείνες που μου αγόρασε η μάνα από το πανηγύρι, με το γκρίζο
χρώμα που μύριζε λάστιχο και χωματένιο νερό, και τις τράβαγα μέχρι να σφίξουν
καλά στις γάμπες. Από πάνω φορούσα τη φούστα μου, εκείνη που μου έπεφτε λίγο
κοντή, και τη ζακετούλα με τις φθαρμένες μανσέτες που άφηναν τον κρύο αέρα να
περνάει και να μου τσιμπάει τα μπράτσα, λες και ήθελε να ξυπνήσει το παιδί που
έκρυβα μέσα μου.
Έπαιρνα
την τσίγκινη σκάφη της μάνας, που τη χρησιμοποιούσε για να πλένει τα ρούχα μας.
Όταν δεν είχε μπουγάδα, την έκανα έλκηθρο, το δικό μου ασημένιο καράβι πάνω
στον πάγο, μέσα στο οικόπεδό μας. Τα αυλάκια που είχε ανοίξει ο πατέρας για να
στραγγίζει το χωράφι γέμιζαν νερά, και το πρωί τα έβρισκα όλα παγωμένα, σκληρά,
γυαλιστερά σαν καθρέφτες.
Έλεγα
στον αδερφό μου να ανέβει μαζί με την φίλη του τη Λουκία μέσα στη σκάφη, κι εγώ
από πίσω τους έδινα μια γερή σπρωξιά. Γλιστρούσε πάνω στον πάγο με φόρα, και
γελούσαμε, κι εγώ έτρεχα ξοπίσω να τους προλάβω πριν τους καταπιεί η γωνία του
αυλακιού. Κάθε φορά που σταματούσαν, έβλεπα τα μάγουλά τους κατακόκκινα, να
αχνίζουν απ’ την ανάσα τους που έβγαινε λευκή, και τα μάτια τους να λάμπουν από
χαρά.
Η
μάνα μας έβλεπε και φώναζε:
«Θα σπάσετε κανένα κεφάλι, μωρέ! Μπείτε μέσα!»
Αλλά ποιος να την ακούσει; Μέχρι που κρύωνα τόσο, που ένιωθα τα δάχτυλά μου να
καίνε από το πολύ κρύο, και τότε μαζευόμουν μέσα, να μυρίσω τη ζεστασιά από το
ξύλο που έκαιγε στη σόμπα και να φάω το ψωμί που έβαζε η μάνα πάνω στο μάτι της
να ζεσταθεί.
Με
τις γαλότσες μου, όμως, το μεγαλύτερο παιχνίδι ήταν να σπάω τον πάγο. Έβρισκα
όλες τις λακκούβες, τις μεγάλες, τις μικρές, κι έδινα μια γερή κλωτσιά. Ο πάγος
έσπαγε με θόρυβο, σαν να γκρεμιζόταν κάτι μεγάλο, κι εγώ γελούσα μόνη μου,
απολαμβάνοντας τη δύναμη που είχα να σπάω τον ήχο της σιωπής.
Ήταν
εκείνες οι στιγμές που ήθελα να είμαι μόνη μου. Να παίζω χωρίς να με κοιτάει
κανείς, να μη χρειάζεται να εξηγήσω γιατί μου άρεσε να ακούω τον πάγο να σπάει.
Να αφήνω τα πόδια μου να πατάνε πάνω στον παγωμένο πάγο και να κάνω γλιστρήματα
μικρά, μέχρι να νιώσω ότι μπορώ να πετάξω.
Ένα
πρωινό, ξύπνησα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Το είχε στρώσει χιόνι. Όλα
λευκά, καθαρά, σαν να ήθελε ο Θεός να σβήσει τα πατήματα, τις λάσπες και τις
έγνοιες των μεγάλων. Κόλλησα το πρόσωπό μου στο τζάμι και ένιωσα το κρύο του να
με τσιμπάει στο δέρμα. Έβλεπα τις νιφάδες να στροβιλίζονται σαν μικρές
μπαλαρίνες, να πέφτουν και να ακούω εκείνον τον ήχο. Το θρόισμα που έκαναν όταν
ακουμπούσαν το χιόνι, αυτόν τον ήχο που δεν μπορώ να περιγράψω, αλλά ξέρω ότι
υπάρχει και με καλεί να τον ακούσω κάθε φορά που χιονίζει.
Το
χιόνι μύριζε καθαριότητα, μύριζε δροσιά και πάγο, και η ανάσα μου πάγωνε στην
καθαρή ατμόσφαιρα, μπερδευόταν με τον καπνό από τη σόμπα και τη μυρωδιά του
υγρού ξύλου που έκαιγε. Όταν η μάνα έφερνε μέσα την παγωμένη μπουγάδα, το σπίτι
γέμιζε αυτή τη μυρωδιά, τη φρεσκάδα που έφερνε το χιόνι πάνω στα ρούχα, κι εγώ
μύριζα βαθιά για να τη θυμάμαι όταν θα μεγάλωνα.
Εκείνη
τη χρονιά έριξε πολύ χιόνι. Πάρα πολύ. Σκέπασε αυλές, δρόμους, σπίτια. Ο δρόμος
χάθηκε κάτω από το λευκό, και η μάνα έσκαβε με το φτυάρι να ανοίξει μονοπάτι να
πάει στον στάβλο. Έκανε τόσο κρύο, που οι σταλακτίτες από τα κεραμίδια έφταναν
σχεδόν στο χιόνι, ένα μέτρο κρύσταλλο που έλαμπε στον ήλιο όταν έβγαινε. Το
σχολείο έκλεισε και παρακαλούσαμε να μη λιώσει το χιόνι.
Ήρθε
το γκρέιτερ να ανοίξει τον δρόμο μετά από μέρες, έσπρωχνε το χιόνι στις άκρες
κι έκρυβε τα σπίτια, κι από το διώροφο σπίτι της Γιάννας φαινόταν μόνο η σκεπή.
Βγήκαμε όλα τα παιδιά να παίξουμε, τα στενά γεμάτα παγωμένο χιόνι που έκανε το
κράτς κάθε φορά που περπατούσες, σαν μικρές νότες μέσα στο λευκό.
Στην
άκρη περνούσε ένα μικρό ποταμάκι, που είχε παγώσει τόσο, που παίζαμε πάνω του
και δεν έσπαγε. «Πάμε να πάρουμε τη σκάφη της μάνας σου», είπα στη Γιάννα. «Τι
να την κάνουμε;» ρώτησε, κι εγώ γέλασα: «Έλκηθρο!». Τρέξαμε με τη σκάφη στα
χέρια, κι έγινε χαμός. Μια να γεμίζει παιδιά, μια να αδειάζει, γέλια, φωνές,
γλιστρήματα, κρύο που δεν μας άγγιζε.
Η
Γιάννα φώναξε: «Θα φτιάξουμε λαβύρινθο!». Κι αρχίσαμε να σκάβουμε με τα χέρια
και τα πόδια, να φτιάχνουμε δρομάκια στο χιόνι, να περνάμε μέσα από αυτά
τρέχοντας, πατώντας το χιόνι που έτριζε από κάτω. Τα χέρια μας πάγωσαν, οι
μπότες μας γέμισαν χιόνι, τα πόδια μας βράχηκαν, τα δάχτυλά μας κοκάλωσαν, και
τα βάζαμε κάτω από τις μασχάλες για να ζεσταθούν.
Μα
δε σταματούσαμε. Εκείνο το χιόνι έμεινε έναν μήνα. Σπάγαμε τον πάγο και τον
γλείφαμε σαν γλειφιτζούρι. Κόβαμε σταλακτίτες και τους τρώγαμε. Και στο τέλος,
όλα τα παιδιά αρρωστήσαμε, μα κανείς δεν το μετάνιωσε. Γιατί εκείνος ο χειμώνας
ήταν ο χειμώνας που ήθελα να κρατήσει για πάντα.
Εκείνος
που ακόμα, κάθε Δεκέμβρη, τον ψάχνω στο κρύο που έρχεται από τα βουνά, στον ήχο
που κάνει το χιόνι όταν πέφτει, στη μυρωδιά που αφήνει πίσω του το λευκό.
Εκείνος
ο χειμώνας, που μου έμαθε πως η χαρά χωράει σε μια τσίγκινη σκάφη, σε ένα
σπασμένο κομμάτι πάγου, σε ένα κομμάτι παιδικής καρδιάς που αρνείται να
μεγαλώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου