Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Λεύκωμα «Αφοί Λαμπρόπουλοι» Προτεραιότητα έχει ο πελάτης...

Της Μαργαρίτας Πουρνάρα


Νομίζω ότι είναι από τις πρώτες μου παιδικές αναμνήσεις: Η μητέρα μου να με κρατά σφιχτά από το χέρι στις κυλιόμενες σκάλες στου Λαμπρόπουλου. Δεν υπάρχει Αθηναίος –από μια ηλικία και άνω– που να μην έχει προσωπική σύνδεση με το γνωστό πολυκατάστημα. Ομως η κομψότατη έκδοση του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος Δημητρίου και Μπλανς Λαμπροπούλου για το πολυκατάστημα με τίτλο «Αφοί Λαμπρόπουλοι. Διαλέγοντας πριν από εσάς για εσάς. 1900-1999», με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και κείμενα, δεν έχει στόχο να γαργαλήσει τη νοσταλγία μας. Φιλοδοξεί να διηγηθεί την τέχνη του επιχειρείν στον 20ό αιώνα μέσα από τις τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας στην κρίσιμη περίοδο που καλύπτει Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Μικρασιατική Καταστροφή, Εμφύλιο.


Η Αθήνα και η εμπορική καρδιά εκείνης της εποχής, τα Χαυτεία, είναι ο «σεισμογράφος» όπου καταγράφονται όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα. Η αύξηση και μείωση της κατανάλωσης, οι αλλαγές των αγοραστικών συνηθειών, η συμπεριφορά της μεσαίας τάξης, η εικόνα της οικογένειας στην κοινωνία συμβαδίζουν με τη γέννηση, την εξέλιξη και το κλείσιμο του κύκλου ζωής για το πολυκατάστημα που σήμερα έχει την επωνυμία του Notos.


Η αρχή της ιστορίας γράφεται σε ένα κεφαλοχώρι της ορεινής Αρκαδίας, την Κοντοβάζαινα. Εκεί ο γενάρχης Παναγιώτης Λαμπρόπουλος είχε ανοίξει το μοναδικό μπακάλικο στα τέλη του 19ου αιώνα. Εργαζόταν και ως εποχικός εργάτης στο Λαύριο και η γυναίκα του κρατούσε το μαγαζί και μεγάλωνε επτά γιους. Ενας εξ αυτών, ο Ξενοφώντας (1879-1964), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1901 για να αναζητήσει καλύτερη τύχη. Σταδιακά ήρθαν στην πρωτεύουσα και οι υπόλοιποι έξι αδελφοί.


Αρχικά, ο Ξενοφών ήταν πλανόδιος πωλητής ανδρικών ειδών.
Μαζί με τον αδελφό του, Βασίλειο, το 1906 ίδρυσαν ομόρρυθμο εμπορική εταιρεία υπό την επωνυμία Αφοί Λαμπρόπουλοι και μεταφέρθηκαν γωνία Αιόλου και Σοφοκλέους. Το 1913 το κεντρικό κατάστημα πήγε Αιόλου και Σταδίου και με τον καιρό επεκτάθηκε και στη Λυκούργου. Ηδη από εκείνη την εποχή οι Λαμπρόπουλοι εισήγαγαν τις πρώτες καινοτομίες: κυριακάτικη αργία, κατάργηση του παζαριού (δεν απείχαμε πολύ από τις συνήθειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και προκαθορισμένες τιμές στα προϊόντα για να υπάρξει εμπιστοσύνη ανάμεσα στον έμπορο και τον πελάτη.



Το 1927 οι «Αδελφοί Λαμπρόπουλοι» γίνονται ανώνυμη εταιρεία και αποκτούν και εργοστάσιο στη συμβολή Σερίφου & Αιλιανού στην πλατεία Κολιάτσου. Η δεκαετία του 1930, παρά τα προβλήματά τους, αποτυπώνει την εξάπλωση σε Θεσσαλονίκη και Πάτρα. Στις παραμονές του Πολέμου εξαγοράστηκε το βιομηχανικό σήμα της οδοντόκρεμας Kolynos και του εντομοκτόνου Katol που άφησαν εποχή για την αναγνωρισιμότητά τους από το αγοραστικό κοινό.


Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος φέρνει την καταστροφή και τον ζόφο στη χώρα με τη σκληρότατη γερμανική κατοχή. O εφοδιασμός του καταστήματος με είδη από το εξωτερικό ήταν αδύνατος και έτσι υπήρχαν μόνον ελληνικά προϊόντα. Το 1942 το κατάστημα επιτάχθηκε και σταμάτησαν να λειτουργούν τα εργοστάσια βυρσοδεψίας και αρωματοποιίας. Σταμάτησε επίσης η παραγωγή ραδιοφώνων και γραμμοφώνων. Το εργοστάσιο καταστράφηκε όπως και η Columbia την οποίαν άνοιξαν οι Λαμπρόπουλοι το 1931. Στο προσωπικό παρέχονται συσσίτια και άτοκα δάνεια, καθώς και άδειες με πλήρεις αποδοχές, ενώ η εταιρεία στήριξε τη δημοσιοϋπαλληλική της πελατεία με πωλήσεις προϊόντων σε προπολεμικές τιμές.


Αυτό το στοιχείο της έγνοιας για το προσωπικό ήταν και ένα από τα μεγάλα μυστικά που έκαναν την εταιρεία πράγματι σπουδαία και μακρόβια. Η λογική των Λαμπρόπουλων, όπως την κατέγραψε και ο Τάκης Ξ. Λαμπρόπουλος, ήταν απλή και σοφή: προτεραιότητα έχει ο πελάτης, ο οποίος για να φύγει ευχαριστημένος από το κατάστημα θα πρέπει να είναι καλός ο υπάλληλος. Συνεπώς το βάρος έπεφτε στις ανθρώπινες σχέσεις με τους εργαζομένους που ήταν η διευρυμένη οικογένεια των Λαμπρόπουλων. Η προσωπική επαφή, η γνώση κάθε περίπτωσης, η σύμπνοια, η συμπαράσταση, το ομαδικό πνεύμα, ήταν στην καθημερινότητα του πολυκαταστήματος από ιδρυτές, παιδιά και εγγόνια. Η σημασία δεν δόθηκε ποτέ στο καθαρό κέρδος, αλλά στους μεγάλους τζίρους και στην ικανοποίηση του αγοραστή.
Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση βρίσκει την επιχείρηση ξανά στα πόδια της. Η κοινωνία ανακτά τον βηματισμό της, η ζήτηση για νέα προϊόντα γίνεται έντονη. Το 1961 λαμβάνεται απόφαση να ανεγερθεί στη θέση του παλαιού ένα νέο κτίριο που θα είναι εξαρχής φτιαγμένο για να γίνει ένα λαμπρό μεγάλο πολυκατάστημα. Τα εγκαίνια γίνονται τον Δεκέμβριο του 1965 στην οδό Λυκούργου 6 σε σχεδιασμό και αρχιτεκτονική μελέτη του Σόλωνα Κυδωνιάτη. Διαθέτει ειδική επίπλωση, κλιματισμό, αυτόματη πυρόσβεση, ανελκυστήρες κ.ά.


Το 1968 η επιχείρηση εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Ομως ήδη το λιανικό εμπόριο έπαψε να είναι συγκεντρωμένο στο κέντρο των πόλεων. Το 1975 ο Λαμπρόπουλος πάλι καινοτομεί οργανώνοντας την παρουσίαση των προϊόντων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διαλέγει ελεύθερα μόνος του ο πελάτης. Εν γένει, η δεκαετία του ’70 παρά τις διαφαινόμενες αλλαγές ήταν από τις πιο αναπτυξιακές και το κατάστημα ήταν ένας καθιερωμένος τόπος συνάντησης (Στου Λαμπρόπουλου!). Το ’80 μπαίνει με πολιτικές αλλαγές και εμπρησμούς πολυκαταστημάτων, που έπληξαν και το υποκατάστημα του Πειραιά, αλλά και με μια σημαντική αποχώρηση το 1989 ηγετικών στελεχών της οικογένειας που διέβλεπαν πως το σχήμα ως είχε δεν μπορούσε να σηκώσει στις πλάτες του μια επιχείρηση στο νέο οικονομικό περιβάλλον αν δεν άλλαζαν οι συμμαχίες και δεν αναπτύσσονταν σχέσεις με ομίλους του εξωτερικού. Οι τίτλοι τέλους για τον Λαμπρόπουλο γράφτηκαν το 1999, όταν η εταιρεία εντάσσεται στον Ομιλο Επιχειρήσεων Παπαέλληνα.

Η Columbia

Μια ακόμη από τις μεγάλες τους δράσεις ήταν και η δημιουργία της δισκογραφικής εταιρείας «Columbia - Αφοί Λαμπρόπουλοι» το 1932 σε συνεργασία με την ΕΜΙ. Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος παρέλαβε την εταιρεία το 1958. Συγκέντρωσε ποιητές, νέους μουσικούς (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο κ.ά.), όρισε τον Μανώλη Χιώτη συντονιστή και διευθυντή των ηχογραφήσεων, ανακάλυψε νέες φωνές (Μοσχολιού, Αγγελόπουλο, Διονυσίου, Λύδια, Φαραντούρη, Ξυλούρη) και έβαλε στη δισκογραφία ηθοποιούς (Βουγιουκλάκη, Λαμπέτη, Χορν). Εκανε τον «Καραγκιόζη» δίσκο με τον Σπαθάρη. Αλλαξε, την αισθητική των εξωφύλλων δίσκων με έργα μεγάλων ζωγράφων (Τσαρούχη, Μόραλη κ.ά.).


​​Τα κείμενα της έκδοσης είναι της Λένας Μπενέκη, το φωτογραφικό υλικό από το αρχείο Μάνου Χαριτάτου και ο συντονισμός της έκδοσης έγινε από την Αλεξάνδρα Χαριτάτου.


Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας