Ήταν μεσημέρι, στο σπίτι κανένας, προσπάθησα να κοιμηθώ, μα ήταν ο ύπνος των κακών ονείρων. Σηκώθηκα και αφουγκράστηκα: απ΄ τα κατάβαθα του σπιτιού ερχόταν πνιχτός ο ήχος, σαν να ροκάνιζαν την πέτρα.
Έφερα ένα γύρω στα δωμάτια, ο ήχος κρουστός κι ανένταχτος ανέβαινε από κάτω.
Δισταχτικά κατέβηκα τη σκάλα του υπογείου. Άνοιξα. Πίσω από το πλατύσκαλο, σε δύο σαρακοφαγωμένα σκαμνιά, κάθονταν ο παππούς και η γιαγιά μου, νεκροί από χρόνια. Η γιαγιά ξεσπύριζε φασόλια σ΄ ένα παλιό ταψί. Ο παππούς με το μακρύ, χαμένο μας μαχαίρι ψιλόκοβε καπνό σ΄ ένα σανίδι. Σε μια στιγμή σήκωσε τον πριόβολο για να τροχίσει τη φαγωμένη λάμα. Τότε με είδε και σκούντηξε τη γιαγιά και οι δύο σηκώθηκαν και χάθηκαν σε μια άλλη πόρτα, που έβγαζε πιο χαμηλά, σ΄ ένα άλλο, άγνωστο υπόγειο.
Ξέρω ότι τους είδα σίγουρα, όπως επίσης ξέρω, πως όχι μόνο δεύτερο υπόγειο στο σπίτι δεν υπήρχε, μα ούτε καν το πρώτο που κατέβηκα.
Του Ηλία Κεφάλα. Από τη συλλογή: «ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ», Αθήνα, Αρμός, 1997, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου