«Γεννήθηκα
από δυο χέρια ξυλουργού, που πήραν σανίδες γαλάζιες και με στερέωσαν στον
τοίχο. Δεν ήμουν σπουδαίο έπιπλο, μήτε στολισμένο· ήμουν όμως τόπος φιλοξενίας.
Μου εμπιστεύθηκαν εικόνες μικρές και μεγάλες, σαν σπόρους που καρπίζουν πίστη.
Κάθε πρωί, μια γυναίκα με δεμένα τα μαλλιά μ’ έπλενε με το βλέμμα της και άναβε
το καντήλι· κι εγώ, γεμάτο από το φως της φλόγας, γινόμουν καρδιά του σπιτιού.
Είδα
παιδιά να γεννιούνται και να μεγαλώνουν, να με πλησιάζουν με μάτια αθώα και να
σταυρώνουν τα χεράκια τους. Είδα γέροντες να με κοιτούν σιωπηλοί, λίγο πριν
αφήσουν την τελευταία τους ανάσα. Άκουσα χαρές και γέλια να πλημμυρίζουν το
δωμάτιο, κι άλλοτε αναστεναγμούς που έκαναν το λάδι στο καντήλι να τρεμοπαίζει
σαν να ’χε κι αυτό ψυχή.
Είμαι
μικρό και ασήμαντο για τους ξένους, μα για τους δικούς μου ανθρώπους ήμουν
πάντοτε το παράθυρο στον ουρανό. Δεν ήμουν διακοσμητικό, ήμουν συνομιλητής. Στα
χωριά, βλέπεις, οι τοίχοι δεν ήξεραν από πολυτέλειες· ήξεραν μονάχα να
αγκαλιάζουν τις ψυχές. Γι’ αυτό κι εγώ στάθηκα εδώ, δίπλα στο κρεβάτι, να
θυμίζω πως η πίστη δεν μένει στην εκκλησία αλλά έρχεται και ξαπλώνει μαζί σου
τη νύχτα.
Τώρα
οι μέρες άλλαξαν. Οι άνθρωποι έφυγαν για τις πόλεις, και το σπίτι μένει
σιωπηλό. Μα εγώ δεν έπαψα να ψιθυρίζω την ιστορία τους. Κρατώ μέσα μου τις
ευχές, τα δάκρυα και τις χαρές τους, σαν παλιό τετράδιο γεμάτο γράμματα. Και
κάθε φορά που κάποιος με ανοίγει, αισθάνομαι πως ξαναγεννιέται ολόκληρο το
χωριό: οι πλατείες, τα σοκάκια, τα βήματα των παιδιών, οι φωνές που αντηχούν
στα βουνά.
Εγώ
είμαι το εικονοστάσι του σπιτιού. Και η ιστορία μου δεν είναι μόνο δική μου·
είναι η ιστορία του τόπου, της γης και των ανθρώπων που έμαθαν να κατοικούν όχι
απλώς μέσα σε τοίχους, αλλά μέσα στην ίδια τους την ψυχή.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου