Ο
πατέρας μου δεν είχε τον χρόνο να ασχοληθεί με τα χωράφια μας. Έφευγε χαράματα
για την οικοδομή κι έμενε εκεί μέχρι που ο ήλιος έγερνε στα βουνά. Μόνο
τριφύλλια έσπερνε, γιατί δεν ήθελαν πολλή φροντίδα και δεν έχανε μεροκάματα για
να τα κοιτάζει.
Θυμάμαι
που δανειζόταν το κάρο του παππού, με τον ψαρή το άλογό του, για να κουβαλήσει
τις μπάλες του τριφυλλιού. Για μένα ήταν το πρώτο μου ταξίδι, καθισμένη δίπλα
του, τα πόδια μου να μην φτάνουν το ξύλινο πάτωμα, και τα χέρια μου να κρατούν
σφιχτά το παλιό σκοινί που χρησιμοποιούσε για χαλινάρι.
Ήθελε,
έλεγε, να μυρίσω τη μυρωδιά του αλόγου, να τη θυμάμαι, να μη μου λείψει το χώμα
και η ζωή του χωριού. Λάτρευα τα άλογα. Ο ήχος από τα πέταλα που χτυπούσαν το
χαλίκι με μάγευε. Μου ακουγόταν σαν να σπάνε μικρά γυαλιά στον δρόμο ή σαν να
τραγουδούν οι πέτρες την ώρα που το κάρο κυλούσε αργά στον δρόμο.
Τότε,
μέσα στο μυαλό μου, ήμουν μια πριγκίπισσα. Πήγαινα, τάχα, σε μια άλλη χώρα, να
βρω τον πρίγκιπα με το μαύρο άλογο, να φύγουμε μαζί στα λιβάδια. Έλεγα στον
πατέρα μου:
–
Πατέρα, φώναξε τον ψαρή να τρέξει πιο γρήγορα!
Αυτός
γελούσε.
–
Όχι, κόρη μου, είναι φορτωμένος ο καημένος, θα κουραστεί.
–
Πατέρα, όταν μεγαλώσω, θα πάρω ένα μαύρο άλογο, να τρέχω μαζί του και να πετάμε
στα λιβάδια!
Κι
εκείνος, με εκείνο το κουρασμένο χαμόγελο, μου έλεγε:
–
Όταν μεγαλώσεις, θα σου αγοράσω ένα μαύρο άλογο.
Δεν
ξέρω αν το πίστευε, αλλά εγώ το πίστευα και δεν σταμάτησα ποτέ να το
ονειρεύομαι.
Ένα
άλλο μέσο που είχαμε ήταν το ποδήλατο, μόνο που δεν ήταν δικό μας. Το είχαν τα
ξαδέρφια μου, το είχε φέρει ο θείος από τη Γερμανία. Το ποδήλατο είχε
ταλαιπωρηθεί από τις πολλές βόλτες του ξαδέρφου μου του Βασίλη. Τα πετάλια
συχνά δεν έπιαναν, και ένιωθες το πόδι σου να γλιστράει στο κενό.
Εκείνο
το καλοκαίρι, κάθε μέρα πήγαινα στο σπίτι τους, να μάθω ποδήλατο. Πόσες φορές
έπεσα… Φαρδιά πλατιά στον δρόμο, μέσα στα βάτα, σε χαντάκια. Τα γόνατά μου
γρατζουνισμένα, γεμάτα χώματα και αίματα, και οι παλάμες μου καμένες από το
χαλίκι. Μα δεν το έβαζα κάτω. Ήμουν πεισματάρα. Όταν ήθελα κάτι, το ήθελα
πραγματικά, και τελικά τα κατάφερνα.
Η
ξαδέρφη μου με συμβούλεψε μια μέρα:
–
Μην κοιτάς το τιμόνι, κοίτα μπροστά!
Κι
έτσι έκανα. Και σαν κοίταξα μπροστά, άρχισα να κυλώ χωρίς να πέφτω. Κατάλαβα
τότε πως αυτό δεν ισχύει μόνο για το ποδήλατο.
Όπως
λέει και το ρητό: «Αυτός που αγωνίζεται μπορεί και να χάσει. Εκείνος που δεν
αγωνίστηκε ποτέ, είναι ήδη χαμένος».
Με
τα ξαδέρφια μου δεν έκανα συχνά παρέα. Το σπίτι τους ήταν μακριά, κι είχαν τις
δικές τους φιλίες, όπως κι εγώ τις δικές μου. Όμως όταν βρισκόμασταν, παίζαμε
το αγαπημένο μας παιχνίδι με τις χελώνες. Πιάναμε τις μεγάλες χελώνες του
χωριού, τις βάζαμε στη σειρά πίσω από μια γραμμή, ανεβαίναμε προσεκτικά στις
πλάτες τους, κάνοντας πως είμαστε καβαλάρηδες και αυτές τα άλογά μας.
Εκείνες,
αργές, υπομονετικές, έκαναν το γύρο της αυλής, κι εμείς γελούσαμε, φωνάζαμε
ποιος θα φτάσει πρώτος. Καημένα ζωντανά, πόση ταλαιπωρία πέρασαν στα χέρια μας.
Κι
εγώ, πάνω σε μια χελώνα, ονειρευόμουν πως ήμουν πάλι πάνω στο μαύρο άλογο, που
δεν το απέκτησα ποτέ, μα το κράτησα μέσα μου σαν υπόσχεση, για να θυμάμαι πως
κάποτε ήθελα να πετάξω, πάνω από τα χωράφια και τις μυρωδιές τους, πέρα από τον
ήχο των πετάλων, σε εκείνο το καλοκαίρι που μύριζε τριφύλλι και παιδικά όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου