Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Αληθινές ιστορίες του τόπου μας



Με αφορμή το αφιέρωμα της Μικρασιατικής εκστρατείας παραθέτουμε μια αληθινή αφηγηματική ιστορία, καταγεγραμμένη από τον Θανάση Ζαμπακά.
Χειμώνας 1965-1966. Σούρουπο Δεκεμβρίου. Τα σχολεία κλειστά (15 ημέρες διακοπές).
Το χιόνι είχε φτάσει τους 30 πόντους και συνέχιζε να χιονίζει. Στο σπίτι, ο καπνός έβγαινε παχύς από την καμινάδα, ανέβαινε προς τα πάνω, κόντρα στην φορά του χιονιού και χάνονταν στα σύννεφα του θαμπού ουρανού. Έξω η σκαμνιά σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, με απλωμένα τα κλωνάρια, σαν τεράστια χέρια προσπαθούσε να κρατήσει το χιόνι επάνω της, ώστε να μην πέσει κάτω στο χώμα.
Μια σκιά πήδηξε το χαντάκι της αυλής μας και σε λίγο ακούσαμε να χτυπά κάποιος την πόρτα.
«Ποιος»; φώναξε η γιαγιά και άνοιξε.
«Ά! Καλώς τον κουμπάρο». 
«Πέρνα – πέρνα μπάρμπα Γιώργο», του πρόσταξε ο πατέρας μου.
Εκείνος τίναξε το σκούτινο σακάκι του από το χιόνι, έβγαλε τις γαλότσες του και μπήκε μέσα.
«Έλα, έλα κάτσε, κάντε μέρος να καθίσει ο άνθρωπος κοντά στο τζάκι, για να ζεσταθεί», είπε η μάνα μου.
Ο μπάρμπα Γιώργος έκατσε στο κεφάλι του ντιβανιού, έβγαλε την πίπα του, εξ ου και το παρατσούκλι του, «Τσιμπούκας» και άρχισε να την περιεργάζεται.
Εγώ με την αδερφή μου, καθισμένοι στην άλλη άκρη, στο μπροστινό μέρος του κρεβατιού, παίζαμε κάνοντας φασαρία.
«Ε! ησυχία» είπε ο πατέρας, κοιτάζοντάς μας αυστηρά και μετά τις τυπικές κουβέντες  - «τα περί υγείας», «πως πάνε τα πράγματα;», «τι κάνει οικογένειά;» κλπ, πρότεινε στον επισκέπτη μας:
«Ένα τσιπουράκι θα το πιούμε;»
«Έ, βάλε ένα» είπε καταφατικά ο μπάρμπα Γιώργος.
«Άντε μπάρμπα Γιώργο να μας πεις και καμιά ιστορία, από την Τουρκία και άμα τα παιδιά είναι φρόνιμα θα καθίσουν να την ακούσουν κι αυτά», είπε ο πατέρας μου βάζοντας το τσιπουράκι.
Εμείς, σταματήσαμε αμέσως τις κουβέντες λες και κάποιος μας έκοψε απότομα τη λαλιά.
Ο μπάρμπα Γιώργος έξυσε την πίπα του, έβαλε καπνό, τον άναψε και τραβώντας μια βαθιά ρουφηξιά άρχισε να λέει:
«Στενάχωρα πράγματα θα σας πω, αλλά αφού το ’φερε η κουβέντα θα σας τα πω. Αν και κατά βάθος, δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από τα γεγονότα αυτού του καταστροφικού πολέμου της Μικράς Ασίας.


Είχαμε φτάσει λοιπόν, μια ανάσα από την Άγκυρα, κοντά στον Σαγγάριο ποταμό, και ήταν Αύγουστος του 1922.
Εμείς, οι έλληνες στρατιώτες λουφάζαμε το βράδυ στα χαρακώματα, μα σαν ξημέρωνε και μόνο που μας έβλεπαν οι Τούρκοι το ’βαζαν στα πόδια.
«Γιατί παππού;», ρώτησα εγώ.
«Σουτ εσύ», είπε ο πατέρας μου.
«Γιατί εγώ ήμουν με τους εύζωνες» συνέχισε ο μπάρμπα Γιώργος, «και οι τούρκοι μας έλεγαν «Σεϊτάν ασκέρι» (διαβολικό λόχο) και μας φοβόντουσαν πολύ. Εκεί που λέτε, προς το τέλος του πολέμου, ενώ άρχισαν να μειώνονται οι εφοδιασμοί σε πολεμικό υλικό και τρόφιμα, οι μάχες όμως συνεχίζονταν να γίνονται σχεδόν κάθε μέρα, εκεί συνέβη το εξής γεγονός.
Οι εχθροπραξίες σταματούσαν το βράδυ και εμείς φυλάγαμε σκοπιά. Στα χαρακώματα ήμασταν τόσο κοντά με τους Τούρκους που βλέπαμε, ο ένας τον άλλον αντίπαλο.
 Εκεί λοιπόν, που ήμασταν αραγμένοι στα χαρακώματα, τα βράδια, ακούγαμε μια φωνή.
-«Έ! Γκιώργκο, Ε! Γκιώργκο!»
-«Ε! Χασάν, Ε! Αχμέτ!» απαντούσαμε εμείς.
-«Ε! τουτούν» (καπνό)  ακούγονταν πάλι η φωνή και έβλεπα μια σκιά να κάνει μερικά βήματα και να πετάει κάτι. Στο φέγγος του φεγγαριού αναγνώριζα και καταλάβαινα ότι ήταν μια καπνοσακούλα. Σηκωνόμουν -επικίνδυνη πράξη για την περίσταση- αλλά το να μας βρει ο θάνατος εκεί στα ξένα μέρη που πολεμούσαμε, ήταν κάτι που το είχαμε συνηθίσει. Προχώραγα λοιπόν σκυφτά, έπαιρνα την καπνοσακούλα και άφηνα τη δική μου.
Όταν γύριζα πίσω, οι άλλοι στρατιώτες ρωτούσαν με αγωνία, τι έγινε; Τους έδειχνα τον τούρκικο καπνό που μου άφηνε ο Χασάν και ησύχαζαν.
Το πρωί οι εχθροπραξίες ξανάρχιζαν. Τα κανόνια έριχναν από τα μετόπισθεν, Μπαμ - μπουμ και οι οβίδες περνούσαν σφυρίζοντας από πάνω μας και έσκαζαν στις τούρκικες θέσεις.
Ένα βράδυ, την ώρα που άρχιζε το συνθηματικό μας παιχνίδι, φώναξα εγώ.
-«Ε! Χασάν, ε! Αχμέτ!»
Τίποτα, σιγή από απέναντι. Πέρασαν μερικά λεπτά και μετά ακούστηκε μια φωνή.
-«Έ! Γκιώργκο, Χασάν καπούτ!!!»
Λες και με χτύπησε σφαίρα – μου κόπηκε η λαλιά. Λούφαξα στα χαρακώματα και με πήρε ένα βουβό κλάμα και μέχρι το πρωί δεν κοιμήθηκα.
Ο φίλος μου, ο Τούρκος στρατιώτης από απέναντι είχε σκοτωθεί.
Βέβαια στον πόλεμο χάνονται πολλές ζωές, αλλά εμένα μου φάνηκε ότι έχασα έναν δικό μου άνθρωπο, έναν αδερφό».
Ένα χοντρό δάκρυ κύλισε στο πρόσωπό του μπάρμπα Γιώργου και προσπαθώντας να σκουπιστεί, ακούστηκε και ένας μικρός λυγμός.
Εμείς τα παιδιά, τσιμουδιά. Πρώτη φορά βλέπαμε παππού να κλαίει.
«Άντε βίβα μπάρμπα Γιώργο!» είπε ο πατέρας μου και κατέβασαν μονορούφι το τσίπουρο.
«Μετά τι έγινε, και ο δικός μας ο παππούς ο Θανάσης τι έκανε;» είπαμε εμείς.


«Μετά ήρθε διαταγή και άρχισε η οπισθοχώρηση», συνέχισε ο μπάρμπα Γιώργος, «ο παππούς σας έφυγε πιο γρήγορα γιατί ήταν στην Σμύρνη. Αν οι ξένες δυνάμεις μας έστελναν εφοδιασμό θα παίρναμε την Άγκυρα, αλλά όπως είπε αργότερα ο Κεμάλ, ο οποίος  είχε δώσει διαταγή, στους επιτελάρχες του πως, αν ο Ελληνικός στρατός συνέχιζε την προέλαση, ο Τουρκικός στρατός θα αποχωρούσε και θα έμενε η Άγκυρα στα χέρια των Ελλήνων. Και τον πόλεμο δεν τον έχασε ο στρατός, αλλά οι πολιτικοί μας. Αλλά, ας όψονται οι «σύμμαχοί» μας οι Γάλλοι και οι Άγγλοι».

Για την ιστορία, ο μπάρμπα Γιώργος Αμπράζης πέθανε το 1973 και τώρα που μεγάλωσα κι εγώ, όταν ακούω μπουμπουνητά μου φαίνεται σαν να ακούω «Ε! Γκιώργκο - Ε! Χασάν» και ανάμεσα στα σύννεφα διακρίνω τους δυο φίλους – αντίπαλους στρατιώτες, τον Γκιώργκο και τον Χασάν να αλλάζουν τουτούν (καπνό) και να καπνίζουν το τσιμπούκι τους παρέα.
Γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, παρά μόνο οι πολιτικοί και τα μεγάλα συμφέροντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας