Σε
μια γωνιά του χωριού, σχεδόν ξεχασμένος από τον χρόνο και τους ανθρώπους, ζούσε
ο αλησμόνητος Αχιλλέας. Ένας φτωχός – φτωχός στην όψη, μα πλούσιος σε καρτερία
και σιωπηλή αξιοπρέπεια. Δεν είχε στέγη δική του, μονάχα έναν παλιό τοίχο να
γέρνει πίσω τις νύχτες, όταν η ψύχρα κατέβαινε από τον Κόζιακα και έσφιγγε τη
μοναξιά σαν δεύτερο ρούχο.
Τον έλεγαν ζητιάνο, μα δεν ζητιάνευε με πονηριά. Το χέρι του δεν απλωνόταν
επιτακτικά, αλλά με σεμνότητα – σαν να απολογούνταν που υπήρχε. Ένα κομμάτι
ψωμί, λίγη σούπα, έναν καφέ, μια λέξη ανθρώπινη. Αυτά γύρευε. Κι όταν του τα
’διναν, έγερνε ελαφρά το κεφάλι και μουρμούριζε έναν ψίθυρο ευγνωμοσύνης, σαν
προσευχή.
Περνούσε ανάμεσα στα σπίτια αθόρυβος, με βλέμμα που δεν προκαλούσε, αλλά θύμιζε. Θύμιζε τη φθορά, τη λησμονιά, την αλήθεια που όλοι αποφεύγουμε: πως η ζωή δεν χαρίζεται, μα δοκιμάζει. Κι εκείνος, φτωχός μα ακέραιος, άντεχε τις δοκιμασίες της με μια σπάνια, σχεδόν ιερή υπομονή.
Ο
Αχιλλέας Ζυγογιάννης είχε γεννηθεί το 1936 στο Ρίζωμα Τρικάλων, και έζησε
ανέστιος και περιπλανώμενος στους δρόμους μέχρι τον θάνατό του.
Η
βασανισμένη του καρδούλα έπαψε να χτυπά ένα πρωινό του Δεκέμβρη, του 1994, και
πέθανε στο Βαλτινό, σε ηλικία 58 ετών.
Ο Αχιλλέας ήταν ένας άνθρωπος που δεν άφησε πίσω του περιουσίες, μα μια σιωπηλή παρακαταθήκη: πως και χωρίς τίποτα, μπορείς να κρατάς τον εαυτό σου ολόκληρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου