Κάθε
άνοιξη, όταν το ουρανός μαλάκωνε κι η γη μύριζε σπόρο και βροχή, τα χελιδόνια
γύριζαν. Ερχόταν αθόρυβα, σαν σκέψη που δεν ειπώθηκε ποτέ, με τα φτερά τους
γεμάτα από το χρώμα μακρινών θαλασσών. Κανείς δεν τα καλούσε, κι όμως πάντα ήξεραν
να επιστρέφουν. Ξαναέβρισκαν το παλιό σπίτι, το ίδιο γείσο, το ίδιο άδειο
περβάζι κάτω απ’ το παράθυρο. Κι εκεί, με λάσπη, άχυρο και επιμονή, ξανάχτιζαν
τις φωλιές τους.
Η
γιαγιά έλεγε πως όπου φώλιαζε χελιδόνι, έμενε και μία ευχή. Δεν έπρεπε να περιορίζουμε
ποτέ τη φωλιά τους - ήταν σαν να πειράζαμε την καρδιά του σπιτιού. Κι ολόκληρο
το χωριό το ήξερε. Τα παιδιά σωπαίναν όταν τα έβλεπαν να πετούν ψηλά, κι οι
μεγάλοι άφηναν σταγόνες νερό σε πήλινα πιατάκια, δίπλα από τις αυλές. Ήταν μια
συμφωνία σιωπηλή, σαν υπόσχεση παλιά.
Κάθε
φορά που άκουγες το πρώτο του τιτίβισμα μέσα απ’ τη φωλιά, έναν ψίθυρο ζωής που
γεννιόταν ξανά, ήξερες πως η άνοιξη είχε πράγματι φτάσει - κι ας μην είχε ανθίσει
ακόμη η ροδιά στην άκρη του δρόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου