Το
πρωί, πριν ακόμη φανεί ο ήλιος πίσω από τα δέντρα του κάμπου, η μάνα έβγαινε
στην αυλή με το μαντήλι της δεμένο σφιχτά στο κεφάλι. Με το χέρι της έπιανε το
μακρύ χερούλι της τουλούμπας και αντλούσε νερό για να ξεδιψάσουν πρώτα οι κότες
και το γουρούνι. Ύστερα γεμίζαμε το γκιούμι για να πλυθούμε εμείς, που τρέχαμε
ξυπόλητοι στο χώμα, αφήνοντας πίσω μας αποτυπώματα που γέμιζαν τη σκόνη.
Η
τουλούμπα ήταν η καρδιά της αυλής μας. Από εκεί έπιναν νερό οι περαστικοί, οι
ξωμάχοι που γύριζαν το μεσημέρι από τα χωράφια, οι γείτονες που έρχονταν να
γεμίσουν τα παγούρια τους, κι εμείς, που παίζαμε και τσακωνόμασταν για το ποιος
θα πρωτοπιεί από το ποτήρι που έμενε πάντα κρεμασμένο σε ένα καρφί στον κορμό
της σκαμνιάς.
Η
σκαμνιά μας χάριζε τον ίσκιο της τις καυτές μέρες του καλοκαιριού. Μάζευε η
μάνα τα σκάμνια της πάνω σε άσπρο σεντόνι, κι εμείς τα τρώγαμε με τα χέρια μας
κατακόκκινα, γελώντας και τρέχοντας στην αυλή που μύριζε χώμα, αγιόκλημα και
βασιλικό.
Το
αγαπημένο μου αγιόκλημα είχε απλωθεί πάνω στη σήτα που είχε βάλει ο πατέρας,
αγκαλιάζοντας το σύρμα όπου άπλωνε η μάνα την μπουγάδα της. Μαζί με τις φίλες
μου μαδούσαμε τα μικρά ασπροκίτρινα λουλουδάκια του, τραβούσαμε με προσοχή το
κοτσανάκι, και ρουφούσαμε την σταγόνα του γλυκού νέκταρ που έκαιγε λίγο τη
γλώσσα από τη γλύκα.
Η
αυλή μας ήταν γεμάτη λουλούδια. Ντάλιες, πασχαλιές, τριανταφυλλιές, ζουμπούλια,
βασιλικοί στις γλάστρες και μια αναρριχώμενη άγρια τριανταφυλλιά που είχε
πιαστεί στην κολόνα του σπιτιού και το σύρμα, φτιάχνοντας μπουκέτα από μικρά
ροζ τριαντάφυλλα που μοσχοβολούσαν τα πρωινά. Μια πασχαλιά στην άκρη, φορτωμένη
με μοβ ανθάκια, λύγιζε τα κλαδιά της, κι εμείς κόβαμε λίγα για να τα πάμε στη
μάνα να τα βάλει σε ένα παλιό βάζο στο καλό δωμάτιο.
Το
οικόπεδο ήταν μεγάλο, γεμάτο οπωροφόρα δέντρα που είχε φυτέψει ο παππούς ο
Χρήστος. Ροδακινιές, μηλιές, κερασιές, αχλαδιές και κυδωνιές, φορτωμένα με
καρπούς, που το καλοκαίρι μοσχοβολούσαν. Με τα κορίτσια σκαρφαλώναμε στα
δέντρα, τρώγαμε τα μήλα και τα ροδάκινα με τη φλούδα, μέχρι που πονούσε η
κοιλιά μας, και τότε κατεβαίναμε τρέχοντας να πιούμε νερό από την τουλούμπα.
Ο
δρόμος έξω από την αυλή ήταν χωμάτινος, γεμάτος κουρνιαχτό το καλοκαίρι. Κάθε
φορά που περνούσαν τα πρόβατα ή κάποιο κάρο, σηκωνόταν σύννεφο σκόνης που
έμπαινε στο σπίτι και κολλούσε στα ιδρωμένα μας πρόσωπα. Όταν έβρεχε, ο δρόμος
γινόταν λάσπη, και τα πόδια μας βούλιαζαν μέχρι τον αστράγαλο, κάνοντας ήχους πλαφ
πλαφ, ενώ η μάνα μας φώναζε να μη λερώσουμε άλλο τα ρούχα μας. Εμείς όμως
γελούσαμε, γιατί ήταν ωραίο να περπατάμε ξυπόλητοι στη λάσπη, να πατάμε το
βρεγμένο χώμα που μύριζε γη και βροχή.
Τα
απογεύματα, όταν ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Κόζιακα, παίζαμε στην αυλή. Τα
μήλα, το κορόιδο, τη μακριά γαϊδούρα. Γελούσαμε και τρέχαμε, χωρίς να μας
νοιάζει η σκόνη που μας έκρυβε τα πρόσωπα. Τα γόνατά μας ήταν πάντα
γρατζουνισμένα, τα μαλλιά μας μπερδεμένα, τα πόδια μας μαύρα από το χώμα, κι
όμως, ήμασταν ευτυχισμένοι.
Τώρα
που τα σκέφτομαι, εκείνη η αυλή δεν ήταν απλώς μια αυλή. Ήταν το παιδικό μας
βασίλειο. Μια αυλή γεμάτη χρώματα, μυρωδιές και γέλια, που όσοι δεν έζησαν, δεν
ξέρουν τι σημαίνει να μεγαλώνεις ξυπόλητος, με την καρδιά σου γεμάτη χώμα και
ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου