Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

«Μνήμες από το χωριό» (Της Ρούλας Σταυρέκα)

 

Τα μεσημέρια του καλοκαιριού, όταν το χωριό έλιωνε στη ζέστη και τα τζιτζίκια φώναζαν, δίναμε ραντεβού όλες οι φίλες στο σπίτι μου. Μόλις οι γονείς έκλειναν τα παντζούρια για τον μεσημεριανό τους ύπνο, εμείς, δέκα κορίτσια στην ίδια ηλικία, τρέχαμε ξυπόλυτες στα Μπαξέδια, πίσω από το σπίτι. Εκεί παίζαμε το παιχνίδι του «κλέφτη».

Δεν ήταν πως μας έλειπαν τα καρπούζια ή οι ντομάτες. Είχαμε κι εμείς στα δικά μας μποστάνια. Μα εκείνη η λαχτάρα να τα «κλέψουμε», εκείνο το τσίμπημα στην καρδιά όταν περνούσαμε τα σύρματα και τρέχαμε σκυφτές, μας έκανε να γελάμε μέχρι να δακρύσουμε. Τρώγαμε το κατακόκκινο, παγωμένο καρπούζι με τα χέρια και το πρόσωπο λερωμένο, ανοίγαμε τα πεπόνια στη μέση και ψάχναμε να βρούμε το πιο γλυκό κομμάτι, ώσπου μας πονούσε η κοιλιά.

Ξέραμε καλά πότε έφευγε ο αγροφύλακας για το μεσημεριανό του τσιγάρο και τότε ξεχυνόμασταν σαν σπουργίτια που έβρισκαν ανοιχτό το κατώφλι. Κανένας δεν ήξερε πως η λεηλασία την έκαναν μικρά κορίτσια με ξανθές πλεξούδες και κομμένα γόνατα από τα παιχνίδια. Κάναμε συμμαχία σιωπής και καμία δεν μαρτυρούσε τίποτα.

Μετά, τρέχαμε στο χωράφι με το τριφύλλι που ήταν ψηλό και μας σκέπαζε. Ξαπλώναμε ανάσκελα και βλέπαμε τα σύννεφα που περνούσαν αργά, με την καρδιά του καρπουζιού ακόμα στο στόμα, και γελούσαμε χωρίς να ξέρουμε γιατί.

Το απόγευμα, με ένα κομμάτι ψωμί και λίγο τυρί στο χέρι, συνεχίζαμε το παιχνίδι στις γειτονιές, μέχρι να μας μαζέψει η νύχτα. Δεν κουραζόμασταν ποτέ. Τα πόδια μας ήταν πάντα μαυρισμένα από τη σκόνη και οι φωνές μας έσκιζαν την ησυχία του καλοκαιριού.

Τα βράδια, μαζευόταν ο κάτω μαχαλάς στο κοινοτικό γραφείο και στο κονάκι του Σιμή. Εκεί έμεναν δύο γεροντοκόρες, δυο αδερφές που είχαν γίνει στόχος των αθώων μας σκανταλιών. Κρυβόμασταν πίσω από τα δέντρα και τους κλέβαμε τα φρούτα από το κατώφλι τους. Κάποτε τους πετούσαμε και καμιά πέτρα στα κεραμίδια για να τις δούμε να ανοίγουν την πόρτα τρομαγμένες, και εμείς να τρέχουμε στα σκοτάδια, σχεδόν χωρίς ανάσα από το γέλιο.

Ώσπου ένα βράδυ, εκεί που περιμέναμε στη γωνιά για να τις πειράξουμε, τις είδαμε να βγαίνουν στην αυλή φορώντας άσπρα σεντόνια. Έκαναν τα φαντάσματα, κουνώντας τα χέρια τους και ουρλιάζοντας παράξενες φωνές. Ο τρόμος πάγωσε τις φλέβες μας, και φύγαμε τρέχοντας, ουρλιάζοντας πιο δυνατά από εκείνες.

Εκείνο το βράδυ δεν ξαναγυρίσαμε ποτέ. Τις φοβηθήκαμε στ’ αλήθεια, κι ας ήταν δύο γεροντοκόρες με άσπρα σεντόνια. Μα έμεινε εκείνη η ιστορία να μας θυμίζει πως ήμασταν κάποτε ένα τσούρμο από ξυπόλυτα κορίτσια, που μέσα στο κατακαλόκαιρο, έκλεβαν καρπούζια και μυστικά, και έμαθαν για πρώτη φορά πως ακόμη και το παιχνίδι μπορεί να κρύβει φόβο και μαγεία.

 Ρούλα Σταυρέκα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας