Ήταν το καλοκαίρι του 1968. Ο κάμπος βούιζε από τζιτζίκια και οι γυναίκες σκούπιζαν τις αυλές τους. Στους δρόμους του χωριού, παιδιά έτρεχαν ξυπόλυτα, κυνηγώντας το σούρουπο που έπεφτε σιγά-σιγά πάνω στα κατώφλια.
Στους
ξύλινους στύλους, σύρματα καινούρια περνούσαν σαν φλέβες ανάμεσα στα δέντρα.
Κανείς δεν ήξερε ακριβώς πώς λειτουργούσε αυτό το ρεύμα. Άλλοι έλεγαν πως θα
φέρει φως σαν του ήλιου. Άλλοι φοβόντουσαν μην καεί το σπίτι τους.
Και
τότε, λίγο πριν σκοτεινιάσει για τα καλά, ακούστηκε το πρώτο «κλικ». Στο σπίτι
του Μπάρμπα Πέτρου, μια λάμπα γλόμπος κρεμασμένη με σύρμα απ’ το ταβάνι, έλαμψε
ξαφνικά. Τα παιδιά έτρεξαν μέσα. Γελώντας, κοιτούσαν το φως που τρεμόπαιζε. Η
γιαγιά σταυροκοπιόταν:
— Παναγία μου, μας έφερε μέρα μεσάνυχτα!
Απ’
το παράθυρο, οι γείτονες έσκυβαν να δουν. Ένα-ένα τα σπίτια άναβαν. Το χωριό,
που ως τότε έλαμπε μόνο από το φεγγάρι και τα λουξ, έλαμψε με φως ηλεκτρικό,
καθαρό και αμίλητο. Οι άντρες βγήκαν στα σοκάκια, κοιτάζονταν μεταξύ τους, σαν
να ‘λεγαν «Είδες; Τα καταφέραμε!»
Κι
εκείνη τη νύχτα, στην αυλή του Μπακάλικου του μπάρμπα-Βαγγέλη, έβαλαν το
ραδιόφωνο να παίξει. Πρώτη φορά ακούστηκαν τραγούδια στην πλατεία, όχι από φωνή
χωριανού, μα από κουτί με καλώδια.
Μέχρι
τα μεσάνυχτα, κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί. Οι λάμπες έμεναν αναμμένες για να
πεισθούν όλοι πως το φως δεν θα φύγει μαζί με το ξημέρωμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου