Ήταν
καλοκαίρι. Ο ήλιος έκαιγε το ξερό χώμα και τα χόρτα είχαν κιτρινίσει στις
άκρες. Στο Βαλτινό, τρία παιδιά, όλα τους με κοντομάνικα και κοντά
παντελονάκια, είχαν βγει στην εξοχή, σ’ ένα είδος αποστολής που για τα μάτια τους
είχε σχεδόν πολεμική σημασία: να κυνηγήσουν πουλιά με μια σφεντόνα.
Ο
μεγαλύτερος, ο Βαγγέλης, κρατούσε τη σφεντόνα. Στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά,
τεντωμένος, το πρόσωπό του γεμάτο προσήλωση. Είχε εντοπίσει τον στόχο του – ένα
πουλί που είχε καθίσει σε κάποιο κλαδί, αρκετά ψηλά. Είναι εκείνη η αρχέγονη επιθυμία
να φτάσει κάτι που πετά – να το κατανοήσει, να το κάνει δικό του.
Δίπλα
του, ο φίλος του, ο Χρυσόστομος, λίγο πιο μικρός, έδειχνε με το δάχτυλο το
ακριβές σημείο, βοηθώντας τον να στοχεύσει. Το τρίτο παιδί, ο Στέργιος, καθόταν
δίπλα, με τα χέρια στο στόμα, σχεδόν κρατώντας την ανάσα του. Κοιτούσε κι αυτός
ψηλά, απορροφημένος, σαν να περίμενε κάτι μεγάλο να συμβεί.
Δεν
υπήρχε βία στην κίνησή τους, ούτε κακία. Ήταν περισσότερο περιέργεια και μια
ακατέργαστη επιθυμία να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους απέναντι στη φύση. Ένα
παιχνίδι που είχε μέσα του τον ενθουσιασμό της πρόκλησης, αλλά και το αθώο
λάθος του να νομίζεις πως όλα είναι διαθέσιμα, αρκεί να τα σημαδέψεις σωστά.
Ίσως
να μη χτύπησαν καν το πουλί εκείνη τη μέρα. Ίσως να αστόχησαν και να ξέσπασαν
σε γέλια ή να μαζεύτηκαν και γύρισαν σιωπηλοί στο σπίτι. Μα η στιγμή έμεινε:
τρία παιδιά στο λιβάδι, με τα βλέμματά τους στραμμένα στον ουρανό, γεμάτα
ενέργεια, ανυπομονησία, αφέλεια.
Ήταν
απλώς μια καλοκαιρινή μέρα. Αλλά τέτοιες μέρες είναι που, χωρίς να το ξέρεις,
καταγράφονται στη μνήμη σαν ολόκληρη εποχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου