Ο
Κώστας Βότσιος είναι από εκείνες τις φιγούρες που δεν τις προσπερνάς. Με τη
μακριά του γενειάδα, το γεμάτο βλέμμα και τα χέρια πάντα γεμάτα ροκανίδια, μοιάζει
περισσότερο με καλλιτέχνη κάποιας παλιάς εποχής, παρά με υπάλληλο δημοτικής
επιχείρησης. Κι όμως, η καθημερινότητά του μοιράζεται ανάμεσα σε φαινομενικά
ταπεινά καθήκοντα - μια στο ζωολογικό κήπο, να φροντίζει τα ζώα και τους χώρους
τους, μια στο δημοτικό πάρκο, να ελέγχει παγκάκια και παρτέρια. Αλλά μέσα σε
αυτό το αστικό ρολόι, βρίσκει χρόνο για κάτι πιο βαθύ: τη σιωπηλή τέχνη της
ξυλογλυπτικής.
Ο
Κώστας δεν χρειάζεται καμβά ή γκαλερί. Του φτάνει ένας παλιός κορμός,
ξεχασμένος σε μια γωνιά του πάρκου. Εκεί, με τα σκαρπέλα και την υπομονή του
χρόνου, γεννιούνται χελώνες με κουρασμένα μάτια, σαλιγκάρια που μοιάζουν να
σύρθηκαν από όνειρο, σκίουροι με ξύλινα μάτια που ατενίζουν τους περαστικούς. Τα
παιδιά τα χαϊδεύουν σαν να είναι ζωντανά. Οι μεγάλοι στέκονται με χαμόγελο και
μια αδιόρατη νοσταλγία.
Μα
δεν είναι μόνο τα ξυλόγλυπτα. Είναι η αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος, γραφικός
και απλός, έχει βρει έναν τρόπο να ενώσει την εργασία με το μεράκι, το καθήκον
με την τέχνη. Μέσα από το σμίλευμα του ξύλου, σμιλεύει και μια διαφορετική καθημερινότητα
- πιο ανθρώπινη, πιο ήσυχη, πιο ουσιαστική.
Ο
Κώστας Βότσιος δεν κυνηγά τη δόξα. Μα ίσως, σε έναν κόσμο που αλλάζει με φρενήρη
ρυθμό, η παρουσία του και τα ξυλόγλυπτά του να είναι από τις πιο αληθινές
μορφές πολιτισμού: σιωπηλές, αφοσιωμένες, γεμάτες ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου