Κεντρική
Πίνδος, Περτούλι. Δεν ξέρω πόσο παρθένο είναι το δάσος που απλώνεται σκιερό
μπροστά μου, δηλαδή πόσο απάτητο από ανθρώπους. Ένας εγγενής δισταγμός πάντως
μ’ εμποδίζει να αποπειραθώ να το διασχίσω και να διασαλεύσω την τάξη της
καθαρότητάς του. Μένω στην άκρη, στα πρόθυρα της μυστικότητάς του, ενώ ξέρω ότι
στα ενδότερά του πνέει ο άνεμος των θρύλων του, ο κόσμος των σκοτεινών
θαυμάτων. Λίγο να του δώσουμε πάντως την ευκαιρία το δάσος αναγεννιέται,
αποκαθαίρεται και εμπλουτίζεται με νέα πληθωρική χλωρίδα. Δεν ήταν πάντα έτσι.
Παλιότερα δάσος και άνθρωπος, δηλαδή δάσος και κάτοικοι των παραπλήσιων
οικισμών, ζούσαν αρμονικά και βοηθούσαν ο ένας τον άλλον στη διατήρηση της
βιοτικής ισορροπίας. Ήμουνα μικρός όταν είχα μπει μαζί με συντροφιά μέσα βαθιά
στα μυστηριώδη σπλάγχνα του δάσους αυτού για συλλογή χαμοκέρασων και λίγα
ζαλίκια κόζες, δηλαδή φλούδες από κορμούς ελάτων. Τι χαμηλό φως συνάντησα,
σχεδόν σκοτάδι, αφού ο ήλιος δεν μπορούσε να μας βρει απευθείας, αλλά μόνο μέσω
περίπλοκων αντικατοπτρισμών των φύλλων που τον εξασθενούσαν προοδευτικά και στο
τέλος τον άφηναν να επικαθήσει πάνω μας σαν μια ισχνή πράσινη ανταύγεια. Τότε
κατάλαβα γιατί την καρδιά αυτή του δάσους την έλεγαν «στον πράσινο», επειδή το
ανακλώμενο από φύλλο σε φύλλο φως τα έβαφε όλα πράσινα. Ναι, πράσινα. Τρώγαμε
μαύρο ψωμί με τυρί εντελώς πράσινο και απορούσαμε. Ακούς εκεί πράσινο τυρί!
Ήταν όμως το ίδιο νόστιμο, όπως το ξέραμε.
Του
Ηλία Κεφάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου