Στο
παλιό φωτογραφείο των Τρικάλων,
εκεί
που η σκόνη του χρόνου σκεπάζει το φως,
στερεώθηκε
η μορφή του προπάππου μου,
του
Βασίλη Σκρέκα,
μια
γραφική φιγούρα,
αγκυρωμένη
στο μυστήριο μιας άλλης εποχής.
Μπροστά
από την κουρτίνα,
σαν
αυλαία θεάτρου πριν από μια σπουδαία εξομολόγηση,
στέκει
αγέρωχος, καθαρός, τίμιος.
Το
πρόσωπο του, με την μακριά γενειάδα και τα πυκνά μαλλιά,
είναι
σαν τοπίο άγριο αλλά δίκαιο –
σαν γη που δεν σκύβει, μόνο καρπίζει.
Φορά
στρατιωτικό πουκάμισο –
ίσως
ενθύμιο πειθαρχίας, ή απλώς καθημερινή πανοπλία.
Στη
μέση του δεμένη μια ποδιά – άδειο σελάχι,
σύμβολο
του μόχθου, του καθημερινού ιδρώτα στα τσιφλίκια,
όπου
στάθηκε επιστάτης,
όχι
αφέντης μα ούτε και υπήκοος –
μονάχα
φρουρός του μέτρου.
Στο
δεξί του χέρι κρατά τη γκλίτσα,
όχι
σαν όπλο,
μα
σαν προέκταση της ψυχής του –
για
να περπατά ανάμεσα σε πέτρες και αδικίες
χωρίς
να λυγίζει.
Το
αριστερό του πόδι ακουμπά σε έναν μικρό βατήρα,
σαν
να πατά ένα βήμα πιο πάνω απ’ τη γη,
μα
πάντα με το σώμα γυρισμένο προς τον κόσμο.
Γιατί
τέτοιος ήταν:
δίκαιος,
έντιμος, αποφασιστικός.
Ο
παππούς ο Σκρέκας, όπως τον αποκαλούσε το χωριό,
δεν
χρειαζόταν να υψώσει φωνή,
η
σιωπή του είχε βάρος, και η κρίση του κύρος.
Ως
αγροφύλακας, φύλαγε όχι μόνο τις σοδειές,
μα
και τη συνείδηση μιας ολόκληρης κοινότητας.
Κοιτάζω
το βλέμμα του στη φωτογραφία
και
νιώθω ότι δεν ποζάρει –
απλώς
στέκεται, όπως ήταν πάντα.
Κι
αυτή η στάση, αγέρωχη και γειωμένη,
μοιάζει
να μου λέει:
«Να
στέκεσαι όπως εγώ, παιδί μου.
Όχι
ψηλά – μα σταθερά».
Δ.Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου