Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Οι πέντε ΕΠΟΝΙΤΕΣ


Στις 18 Απριλίου του 1944, η πλατεία Ρήγα Φεραίου της πόλης των Τρικάλων έγινε ο τόπος φριχτού μαρτυρίου για πέντε Τρικαλινά παλικάρια. Πέντε ηρωικές μορφές που έδωσαν την άνοιξη της νιότης τους για να φέρουν την άνοιξη της λευτεριάς στην αγαπημένη τους πατρίδα.
Ο Στέργιος Γάτσας, ο Γιάννης Μπριάζης, ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο Κώστας Σύρμπας και ο Αποστόλης Τσανάκας.
Ήταν λοιπόν μια μαύρη ημέρα 18 Απριλίου του 1944. Στην πλατεία, Ρήγα Φεραίου, καταφθάνει μουγκρίζοντας ένα γερμανικό καμιόνι. Σταματάει στην είσοδο της πλατείας, όπου σ' ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι, που στηριζόταν σε δυο φανοστάτες της, έχουν στηθεί πέντε αγχόνες.
Το καμιόνι με τα πέντε μελλοθάνατα παλικάρια, μουγκρίζοντας απαίσια γυρίζει με το πίσω μέρος του προς τις αγχόνες. Οι Γερμανοί στρατιώτες περνούν τη θηλιά της αγχόνης στο λαιμό του πρώτου παλικαριού και το καμιόνι προχωρεί προς την απέναντι μικρή πλατεία, αφήνοντας πίσω του να αιωρείται το σώμα του παλικαριού, που σε λίγα δευτερόλεπτα σπαρταράει για να ακολουθήσει σε λίγο η ακινησία.
Το γερμανικό καμιόνι επανέρχεται με το πίσω μέρος του για δεύτερη φορά προς τις αγχόνες και κατά τον ίδιο τρόπο το σώμα του δεύτερου παλικαριού αιωρείται για λίγο στην αγχόνη και σπαρταρώντας αφήνει την τελευταία του πνοή.

Το ίδιο δρομολόγιο επαναλαμβάνεται εφτά φορές γιατί η αγχόνη που είχε τοποθετηθεί στο λαιμό του Κώστα Σύρμπα, κόπηκε τις δύο φορές, σαν να μην ήθελε να εκτελέσει την επιθυμία των δημίων, αναγκάζοντάς τους να επαναλάβουν για τρίτη φορά τον απαγχονισμό του παλικαριού, μέσα σε μια ατμόσφαιρα νεκρικής σιγής, που την διέκοπταν οι σπαραγμοί της μάνας του. Μια μάνα, η οποία ξέσκιζε τις σάρκες της βλέποντας τους δήμιους να περνούν για τρίτη φορά τη θηλιά στο λαιμό του παλικαριού της.
Με κομμένη την ανάσα τους οι λίγοι Τρικαλινοί και συγγενείς των παλικαριών παρακολουθούν το αποτρόπαιο έγκλημα απ' τα απέναντι πεζοδρόμια.
Τα μάτια τους γεμίζουν δάκρυα και η ψυχή τους πλημμυρίζει από αγανάκτηση και πόνο.
Ο ανοιξιάτικος ήλιος που προχωρούσε προς τη δύση σταμάτησε για λίγο αυτή την ημέρα στην κορφή του Κόζιακα, σαν να ήθελε να χαϊδέψει και να φωτίσει με τις ολόχρυσες ακτίνες του τα πέντε νεκρά παλικάρια του Εθνικοαπελευθεροτικού μας αγώνα.
Στα στήθη των κρεμασμένων πτωμάτων, τα οποία έμειναν και την επόμενη ημέρα στις αγχόνες, οι δήμιοι τοποθέτησαν και πινακίδες που έγραφαν: «Πυροβόλησα Γερμανό στρατιώτη».
Την επόμενη μέρα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα η παρακάτω γνωστοποίηση του Γερμανού Φρούραρχου Θεσσαλίας:

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ
"Εγκληματικά στοιχεία κατά την παρελθούσαν νύκταν και κατά αιφνιδιασμόν του Γερμανικού στρατού εις τα χωριά Πύργος και Πυργετός αντέταξαν ένοπλον αντίστασιν. Ο Γερμανικός στρατός γνωρίζει ότι ο Ελληνικός λαός εν τη πλειοψηφία του καταδικάζει την διαγωγήν ταύτην. Αφ' ετέρου όμως ο Γερμανικός Στρατός δεν είναι διατεθειμένος ν' αφήσει ατιμώρητα ταύτα. Η Γερμανική υπομονή, της οποίας εγένετο κατάχρησις υπό ανειλικρινών και κούφων στοιχείων έχει ήδη εξαντληθεί.
Ως εξιλέωσις και προς παραδειγματισμόν δια την πράξιν ταύτην, πέντε εκ τούτων των κομμουνιστικών στοιχείων και ατίμων εγκληματιών, απηγχονίσθησαν σήμερον την 18 Απριλίου 1944.
Τα ονόματα αυτών είναι τα κάτωθι:
1) Στεργιόπουλος Κων/νος
2) Μπριάζης Ιωάννης
3) Τσανάκας Απόστολος
4) Γάτσας Στέργιος
5) Σύρμπας Κων/νος
Αναμένεται ότι κατόπιν της παραδειγματικής ταύτης τιμωρίας ο φιλήσυχος πληθυσμός μετα βδελυγμίας θα αποστρέφεται τα εγκληματικά ταύτα στοιχεία και θα παραινηθεί να συνεργασθεί μετά του Γερμανικού Στρατού προς πρόληψιν αυστηροτέρων ακόμη μέτρων, ίνα μη διαταραχθεί εκ νέου η ησυχία και η ασφάλεια και δυνηθούν αι υπό του ελληνικού κράτους εν συνεργασία μετά του γερμανικού στρατού εγκατεστημένοι αρχαί να εργασθούν απερίσπαστοι δια το καλόν του Ελληνικού πληθυσμού.
Προς πρόληψιν δε άλλων τοιούτου είδους ενεργειών, ο Γερμανικός στρατός είναι αναγκασμένος να προβλέψει αυστηρότατα μέτρα».
Η μεγάλη αυτή θυσία των πέντε παλικαριών, έγινε γνωστή σ' όλο τον κόσμο χάρη στο υπέροχο και γεμάτο έξαρση γράμμα του Κώστα Σύρμπα, που η κάθε λέξη του είναι βγαλμένη απ' την καρδιά ενός μελλοθάνατου.


Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΥΡΜΠΑΣ γράφει στον πατέρα του:
«Λατρευτέ μου πατέρα.
Σε δυο ώρες θα με κρεμάσουν στην πλατεία γιατί είμαι πατριώτης. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μην πικραίνεσαι πατέρα. Αυτό ήτανε γραφτό για μένα. Πεθαίνω με παρέα. Αντίο. Φιλώ τη μητέρα και όλους. Χαιρετισμούς στους γείτονες. Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο. Θα σας περιμένω. Και η μέρα που θα φθάσετε θα είναι για μένα γιορτή. Τα πράγματά μου θα τα πάρετε από την Αστυνομία. Το πορτοφόλι μου, δεν είχε μέσα τίποτα. Όμως είναι καινούργιο. Πάρτο εσύ πατέρα. Γεια σας. Να θυμάσαι πως ο γιος σου πάει πικραμένος, γιατί δεν θ ακούσει τις καμπάνες της Ελευθερίας. Αντίο.
Ζήτω η Ελευθερία.
Κώστας.
Ήτανε γραφτό να πεθάνω Απρίλη».
Ύστερα από 6 ακριβώς μήνες, στις 18 Οκτώβρη του 1944 οι καμπάνες της λευτεριάς χτύπησαν χαρμόσυνα, αλλά οι πέντε ήρωες της αντίστασης δεν τις άκουσαν κι έφυγαν γι αυτό πικραμένοι. Όμως η μνήμη τους θα είναι για πάντα ένα λαμπερό παράδειγμα αρετής, τόλμης, θυσίας και διαρκούς αγώνα για ένα μέλλον, λαμπερό, χαρούμενο για όλους τους λαούς της γης.
Για όλους τους λαούς της Γης που αγωνίζονται για την Ειρήνη και την Ελευθερία...

Βιογραφικά στοιχεία των εκτελεσθέντων

Γιάννης Μπριάζης. 
Γεννήθηκε το 1915 στα Τρίκαλα Πολέμησε στον Αλβανικό πόλεμο. Όταν έγινε η ΕΠΟΝ εντάχτηκε όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι να συνεχίσουν από άλλο μετερίζι τον αγώνα. Εργαζότανε υπό την επίβλεψη τριών Ιταλών, στο αλωνιστικό συγκρότημα του «Μάτη», στα καμπίσια χωριά Βαλτινό, Δενδροχώρι, Πρίνος, κλπ. Εκεί ο Γιάννης Μπριάζης, έμαθε Ιταλικά και προσπάθησε να βοηθήσει τους αγρότες, κρατώντας δηλαδή μικρότερα δικαιώματα, και ως υπεύθυνος στις αποθήκες σιτηρών του σταθμού έπαιρνε παρακράτημα από του μαυραγορίτες και τους γεωργούς για τον Αγώνα του ΕΑΜ ΕΛΑΣ.  Ένας από αυτούς τους μαυραγορίτες δεν δέχτηκε την παρακράτηση και ήρθε στα χέρια με τον Γιάννη τον Μπριάζη. Ο Μπριάζης τον χτύπησε και αυτό ήταν η αιτία ο μαυραγορίτης να ορκιστεί εκδίκηση.
Η μοίρα το έφερε να συναντηθούν λίγο αργότερα, στο σχολείο του Πυργετού, όταν κρατούμενος πλέον ο Γιάννης Μπριάζης, μαζί με άλλους, ήρθε αντιμέτωπος με τον μαυραγορίτη και όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Αντώνη Τάσου, χαμογελώντας του είπε, «εδώ είσαι Γιαννάκη, στον ουρανό σε γύρευα»…


Κώστας Στεργιόπουλος. 
Γεννήθηκε στο Γοργογύρι Τρικάλων το 1917. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Τσιακμάκη από τον Πυργετό και είχε μία κόρη την Μαρία. Ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές και στην κατοχή ήταν αγροφύλακας. Εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ και με την ιδιότητα του αγροφύλακα μπορούσε να μετακινείται όλο το 24ωρο χωρίς να τον υποψιάζονται οι τριεψιλίτες. Έτσι μετέφερε ελαφρύ οπλισμό και μηνύματα στις ομάδες της αντίστασης. Αυτή η δράση του έγινε γνωστή στους Γερμανούς και σε κάποιο μπλόκο πιάστηκε στην καλύβα του Πουλιανίτη. Έτσι δικάστηκε με την κατηγορία ότι έκρυβε όπλα.

Στέργιος Γάτσας. 
Γεννήθηκε το 1920 στα Τρίκαλα και τον υιοθέτησε μια Σαμαρινιώτισσα, η Σουλτάνα Γάτσα. Ήταν ένα ψηλό παλικάρι με αθλητικό παράστημα που χαρακτηρίζονταν για την ευγένεια και την καλοσύνη του.
Εντάχθηκε και αυτός στην ΕΠΟΝ για να ενώσει τις δυνάμεις του μαζί με άλλους αγωνιστές για τον αγώνα εναντίων των κατακτητών. Επιστρέφοντας ο Στέργιος Γάτσας από μια επιχείρηση που του είχαν αναθέσει έπεσε θύμα προδοσίας μαζί με άλλους και πήγαν και ζήτησαν καταφύγιο σε κάποιο σπίτι.
Όμως επειδή ήταν τέσσερα άτομα και ήταν επικίνδυνο να τους υποψιαστούν, ο ιδιοκτήτης, για να τους προστατέψει, τους είπε να μείνουν μόνο οι δύο και οι άλλοι δύο να πάνε σε άλλο σπίτι να κρυφτούν, ώστε να φαίνονται ότι είναι μέλη της οικογένειας.
Έτσι ο Στέργιος Γάτσας και ο Αποστόλης Τσανάκας, αποφάσισαν να φύγουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους καθότι ήξεραν πολύ καλά την περιοχή. Έπεσαν όμως σε μπλόκο των Γερμανών και τους συνέλαβαν.


Απόστολος Τσανάκας. 
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1922. Ο Απόστολος Τσανάκας, δούλευε με τον πατέρα του σαν κτίστης. Ήταν ολιγόλογος, μετρημένος και σοβαρός. Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εντάχτηκε σε ομάδες κρούσης και στη συνέχεια στην ΕΠΟΝ όπου μαζί με χιλιάδες άλλους νέους αγωνίστηκε μέσα από τις γραμμές της.. Μέχρι την ημέρα που πήρε μέρος στη επιχείρηση απαγωγής των δωσίλογων Τρικάλων αλλά προδομένη καθώς ήταν η επιχείρηση και όπως προαναφέραμε μαζί με τον Στέργιο Γάτσα πιάστηκαν κατά την επιστροφή στα σπίτια τους.
Οι δικοί του προσπάθησαν να τον γλυτώσουν από τα χέρια των Γερμανών, αλλά έμειναν άκαρπες όλες οι προσπάθειες. Ο οικογενειακός τους φίλος καθηγητής Κώστας Παπαστεργίου - Εράλδυς, είπε στον Πατέρα του, «μην τρέχεις άδικα βγήκε η απόφαση, θα κρεμαστεί».
Στην πινακίδα που του κρέμασαν οι Γερμανοί, έγραφε: «πυροβόλησε Γερμανούς».


Κώστας Σύρμπας. 
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1922. Ο Κώστας ο Σύρμπας ήταν παιδί  πολυμελούς οικογένειας, αγωνιστής και ενταγμένος στον αγώνα του λαού από πολύ μικρός. Εργάζονταν σαν σερβιτόρος. Το 1939 εντάχτηκε στην ΟΚΝΕ και το 1940 είχε εκλεγεί σύμβουλος του Εργατικού Κέντρου Τρικάλων.
Τον Κώστα Σύρμπα τον πιάσανε στον Μύλο του Τσαγκάδα είχε ταμπουρωθεί εκεί απασχολώντας τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους για να καλύψει την φυγή συντρόφων του.
Όταν του πέρασαν τη θηλιά, είδε κάπου στο πλήθος τους δικούς του και φώναξε, «Πατέρα πάρε τη μάνα και τα κορίτσια και πάτε σπίτι». Δεν ήθελε να τον δουν κρεμασμένο και να τον θυμούνται με αυτή την εικόνα.
Όταν τα τέσσερα κορμιά αιωρούνταν στην πλατεία, η θηλιά του Κώστα έσπασε. Τον ανεβάζουν για δεύτερη φορά και η θηλιά πάλι αρνείται να πνίξει το παλικάρι και ξανασπάει. Φάνηκε σαν να ετοιμάστηκε ο Γερμανός να του χαρίσει την ζωή.
Ο χάρος δεν ήθελε άλλους αυτήν την ημέρα.
Κανένας δεν ήθελε.
Θέλει όμως ο γνωστός άνθρωπος με τα μαύρα γυαλιά, που κάνει νόημα: Συνέχισε…

Την Τρίτη φορά, ο Κώστας Σύρμπας θα πάει κι αυτός να συναντήσει τους συντρόφους του στον κήπο των Αγγέλων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας