Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

«Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα» (*)







του Βασίλη Λουλέ 
Σκηνοθέτη



Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Τρίκαλα, κοντά στον σταθμό των τραίνων. Εκεί ήταν και το σχολείο μου, δίπλα. Πήγαινα βόλτες με τους γονείς μου και τον μικρό μου αδελφό Παναγιώτη και βλέπαμε τα τραίνα να έρχονται και να φεύγουν. Μου άρεσαν τα χόρτα ανάμεσα στις ράγες. Μονή γραμμή, μία. Μέσ’ τη νύχτα άκουγα τα σφυρίγματα, μέσ’ τον ύπνο μου ταξίδευα. Από τότε.
Από τη Λάρισα των παιδικών μου χρόνων θυμάμαι εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 κάποιες μέρες που έμεινα στο σπίτι του θείου Κώστα, αδελφού της μάνας μου. Με τα ξαδέλφια μου τον Φόρη και τον Σάκη -μπορεί και με την Αγγέλα- να βαδίζουμε ανάμεσα στις ράγες επιστρέφοντας στο σπίτι. Εκεί προς το τέρμα Βόλου. Καλοκαίρι, μεσημέρι. Όλος το τόπος μια απέραντη αλάνα, χόρτα, ανοιχτωσιά. Περνούσαν τα τραίνα δίπλα μας και σφύριζαν δαιμονισμένα να φύγουμε. Ισορροπούσαμε πάνω στις ράγες. Σε τρεις διαφορετικές ράγες. Μεγάλος σταθμός η Λάρισα, κόμβος σιδηροδρομικός, ο καθένας μας είχε πάρει από μία γραμμή και πηγαίναμε. Ακόμα πηγαίνουμε.


Στα φοιτητικά μου χρόνια -κι αργότερα-, πολλά ταξίδια με τραίνο, φευγαλέοι έρωτες, δάκρυα, αποχωρισμοί («θα σε θυμάμαι για πάντα»), αναμονή, προσμονή και λαχτάρα, πακέτα τσιγάρα, ρεμβασμοί κι αγωνίες, κιθάρες, γλέντια και παρέες εφήμερες, ταξίδια κουβαλώντας μέσα μου απώλειες και πένθη, δάκρυα στο τζάμι κοιτώντας έξω. Ώρες και χιλιόμετρα ταξιδιών, ένα ταξίδι μέσα μου.
Κι άρχισα να κάνω ταινίες.
Αναλογίζομαι κάποια απ’ όσα αφηγήθηκαν στο ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” οι πέντε “ήρωές” του, τα πέντε Εβραιόπουλα της Κατοχής που γλύτωσαν από το θάνατο κρυμμένα σε φιλόξενα χριστιανικά σπίτια:
Ο μικρός Μάριος που τριγύρναγε στα χωράφια κι έβλεπε τα τραίνα να περνούν, τα τραίνα που είχαν πάρει τον πατέρα του στην Πολωνία, στο Άουσβιτς. «Ρώταγα τη γιαγιά, ρώταγα και τη μάνα μου, αλλά κανείς δεν ήξερε να απαντήσει πότε θα ‘ρθει ο μπαμπάς». Και τα τραίνα να απομακρύνονται, να χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, δίχως απάντηση.
Οι Γιαννιώτες Εβραίοι -αφηγείται η Ευτυχία- δυό χιλιάδες άνθρωποι, φορτώθηκαν σε δεκάδες φορτηγά και στοιβάχτηκαν για λίγες μέρες σε αποθήκες κοντά στον σταθμό της Λάρισας. Τέλη Μαρτίου του 1944. Μαζί τους στοιβάχτηκαν κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί, από άλλες πόλεις της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, και φυσικά και οι Λαρισαίοι. Επαρχιώτες άνθρωποι, οι περισσότεροι δεν είχαν βγει ποτέ μέχρι τότε έξω από τις πόλεις που είχαν γεννηθεί, δεν είχαν δει ποτέ τους τραίνο. Στοιβαγμένοι στις αποθήκες, περιμένοντας και τη δική τους σειρά, άκουγαν τα τραίνα να περνούν και να σφυρίζουν μεσ’ τη νύχτα. Τα τραίνα που κουβαλούσαν άλλους Εβραίους από άλλες πόλεις, νοτιότερες. Και από τη Αθήνα. Σ’ ένα από αυτά ήταν και ο μπαμπάς του Μάριου (2 Απριλίου 1944). Οι διαδρομές στο χάρτη, τα ταξίδια που (δεν) είχαν κάνει οι πιο πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, ξανασμίγουν σ’ ένα ταξίδι «…στην Πολωνία» -έτσι ακαθόριστα-, σ’ ένα ταξίδι με τραίνο, χωρίς επιστροφή. Αθήνα-Λάρισα-Θεσσαλονίκη-Άουσβιτς.
Η μικρή Σέλλυ έκανε το ταξίδι ανάποδα, προς την Αθήνα, με τραίνο κι αυτή. «Για τους περισσότερους Εβραίους το τραίνο ήταν ο δρόμος προς το θάνατο. Για μένα ήταν ο δρόμος προς τη ζωή».
Ο Σήφης ταξίδεψε με καΐκι σωτηρίας -θαλασσινός αυτός, από τα Χανιά.
Και η μικρή Ροζίνα, κρυμμένη για πολύ καιρό στο φιλόξενο σπίτι της Θεσσαλονίκης, έγραφε στο ημερολόγιο εγκλεισμού της: «…περικύκλωναν τους Εβραίους κάθε τόσο από καμιά συνοικία, και τους συγκέντρωναν όλους στο σταθμό τραίνου του Βαρώνου Χηρς (στη Θεσσαλονίκη), όπου από εκεί έφευγαν». Εξαφανίζονταν με το σφύριγμα του τραίνου.
Μεγάλο ταξίδι οι ταινίες, αλλά αυτό ειδικά το ντοκιμαντέρ στάθηκε ακόμα μεγαλύτερο ταξίδι. Στα 7 χρόνια που κράτησε η δημιουργία του πολλές διαδρομές τρέξανε μέσα μου. Πολλές φορές θέλησα να παρατήσω την ταινία στη μέση, πολλές φορές λύγισα κάτω από το βάρος του φορτίου που κουβαλούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Στις δικές τους προσωπικές απώλειες, στην απώλεια αγαπημένων, φίλων, γειτόνων, προστίθονταν και τα εκατομμύρια των άλλων αδικοχαμένων της γερμανικής κτηνωδίας, προστίθονταν και η απώλεια της παιδικής τους ηλικίας. Αλλά και οι δικές μου, προσωπικές απώλειες, οι οικείοι αποχωρισμοί και θάνατοι, τα μικρά και μεγάλα πένθη. Όλα μαζί ένα κουβάρι. Οι ράγες, τα χόρτα ανάμεσα, τα τραίνα που χάνονται στο βάθος, τα αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν. Ο θείος Κώστας της Λάρισας. Ο παιδικός φίλος Χρήστος, των Τρικάλων, που έλιωσε καθηλωμένος σ’ ένα κρεβάτι επί χρόνια. Κι ο αδελφός μου ο Παναγιώτης, που έφυγε κι αυτός καβάλα μια νύχτα καλοκαιριού του ’91 και αναπαύεται τώρα σε κοιμητήριο των Τρικάλων. Φυσικά δίπλα στη γραμμή των τραίνων, που συνεχίζουν να ταξιδεύουν –και για την πάρτη του. Για την πάρτη κι όλων των υπόλοιπων που αναχώρησαν, όλων τους: Χριστιανών κι Εβραίων, άθεων και άθρησκων, Ελλήνων και ξένων, έγχρωμων και λευκών, μεταναστών και γηγενών.
Και τώρα; Τα σφυρίγματα συνεχίζουν να διαπερνούν τις νύχτες μας, άλλοτε απειλητικά, ανατριχιαστικά, κι άλλοτε με τη γλυκειά υπόσχεση μιας άλλης προοπτικής.

(*) Ο τίτλος είναι από ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη (“Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου”, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1990).

Σημείωση.
Οι πολυβραβευμένες ταινίες του Βασίλη Λουλέ, το ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά» και η ταινία μυθοπλασίας «Ένας λαμπερός ήλιος» θα προβληθούν στο New York City Greek Film festival  από τις 3 έως  τις 15 Οκτωβρίου 2013. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας